-
1 ποιίας
ποιίᾱς, ποιίαpour a libation: fem acc plποιίᾱς, ποιίαpour a libation: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ποιίαν
ποιίᾱν, ποιίαpour a libation: fem acc sg (attic doric aeolic) -
3 ναοποιέω
A v. νεω-ποιέω, -ποιία, -ποϊκός, -ποιός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναοποιέω
-
4 αἰσχροποιΐα
αἰσχρο-ποιΐα, ἡ, euphem. forGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχροποιΐα
-
5 αὐλοποιΐα
αὐλο-ποιΐα, ἡ,A flute-making, Poll.7.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλοποιΐα
-
6 βελοποιΐα
βελο-ποιΐα, ἡ,A manufacture of missiles, Hero Bel.72.6, Poll.7.156: —also [suff] βελο-ποιϊκή (sc. τέχνη), ἡ, Hero Bel.74.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βελοποιΐα
-
7 γαλακτοποιΐα
γᾰλακτο-ποιΐα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτοποιΐα
-
8 γαμοποιΐα
γᾰμο-ποιΐα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαμοποιΐα
-
9 γελωτοποιΐα
γελωτο-ποιΐα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελωτοποιΐα
-
10 γλωσσοποιΐα
γλωσσο-ποιΐα, ἡ,A making of mouth-pieces (γλῶσσα 111.1
), and [suff] γλωσσο-ποιός, όν, making them, Poll.2.108, 7.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλωσσοποιΐα
-
11 γονοποιΐα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γονοποιΐα
-
12 δειπνοποιΐα
δειπνο-ποιΐα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειπνοποιΐα
-
13 δογματοποιΐα
δογμᾰτο-ποιΐα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δογματοποιΐα
-
14 εἰδωλοποιία
εἰδωλο-ποιία, ἡ,2 image formed in the mind, imagination, D.S.1.96: pl., Longin.15.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδωλοποιία
-
15 εἰκονοποιία
εἰκονο-ποιία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκονοποιία
-
16 ζυτοποιΐα
ζῡτο-ποιΐα, ἡ,A brewing, Ostr.Fay.10.4 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυτοποιΐα
-
17 θυγατροποιία
θῠγατρο-ποιία, ἡ,A adoption of a daughter, GDI 3706 vi 61 ([place name] Cos):—written [suff] θῠγατρο-ποία, IG 12(1).818 ([place name] Rhodes).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυγατροποιία
-
18 καλυβοποιΐα
κᾰλῠβο-ποιΐα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλυβοποιΐα
-
19 κανονογραφία
κᾰνονο-γρᾰφία, ἡ,A construction of astronomical tables, Ptol.Alm. 2.9, Vett.Val.336.12:—also [suff] κᾰνονο-ποιΐα, ἡ, Ptol.Alm.3.1, TheoninPtol. Alm.p.109H., Vett.Val.353.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανονογραφία
-
20 κηποποιΐα
κηπο-ποιΐα, ἡ,A making of a garden, Gp.12.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηποποιΐα
См. также в других словарях:
ποιίας — ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem acc pl ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιίαν — ποιίᾱν , ποιία pour a libation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] … Dictionary of Greek
ιματιοποιία — ἱματιοποιΐα, ἡ (Α) κατασκευή υφασμάτων και ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ποιΐα (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζυθο ποιία, ποτο ποιία] … Dictionary of Greek
καλυβοποιία — καλυβοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή καλυβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιία, ιστο ποιία] … Dictionary of Greek
κανονοποιία — κανονοποιΐα, ἡ (Α) η κανονογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιία, δραματο ποιία] … Dictionary of Greek
καταστιχοποιία — η η κατασκευή ή η τέχνη τής κατασκευής καταστίχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. πιλο ποιία, σαπωνο ποιία. Η λ. μαρτυρειται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
κατοπτροποιία — η η κατασκευή κατόπτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + ποιία (< ποιός < ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιία, ζυθο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] … Dictionary of Greek
κτενοποιία — η η κατασκευή χτενιών, η τέχνη τού κτενοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ζαχαρο ποιία, ποτο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ζευγοποίηση — και ζευγοποιία, η (Α ζευγοποιΐα) νεοελλ. η κατάταξη σε ζεύγη, ο σχηματισμός ζεύγους, το ζευγάρωμα αρχ. (για αυλούς) η κατασκευή επιστομίων για διπλό αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + ποίηση ή ποιία (< ποιώ), πρβλ. γονιμο ποίηση, γεφυρο ποιία] … Dictionary of Greek