Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποιός+(τον)

  • 61 объявить

    -явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•

    объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•

    объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•

    объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.

    || (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•

    объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•

    объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.

    || εκφράζω•

    объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.

    || φανερώνω, δείχνω•

    объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.

    || καταγγέλλω•

    объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.

    || φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•

    объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).

    2. κηρύσσω•

    объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•

    объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.

    || προκηρύσσω•

    объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.

    || διακηρύσσω, διαγορεύω•

    объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.

    1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.
    2. παλ. κηρύσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > объявить

  • 62 переврать

    -вру, -вршь, παρλθ. χρ. переврал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пер-вранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.
    1. διαστρεβλώνω, διαστρέφω, παραμορφώνω.
    2. (απλ.) λέγω τα περισσότερα ψέμματα•

    кто кого -врт ποιος θα πει τα περισσότερα ψέματα από τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > переврать

  • 63 повести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. повёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. поведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поведённый, βρ: -дён, -дена, -дено
    ρ.σ.
    1. βλ. вести.
    2. σκεβρώνω.
    3. κουνώ, κινώ•

    повести бровями κουνώ τα φρύδια•

    повести плечом κουνώ τον ώμο.

    εκφρ.
    (и) глазом (бровью) не повести – αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε δίνω σημασία.
    1. βλ. вестись.
    2. αναπτύσσω σχέσεις, δεσμούς, συνδέομαι, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα•

    с кем -ведшься сто-го и набершья παρμ. πες μου ποια είναι η συντροφιά σου να σου πω ποια είναι η ανθρωπιά σου ή πες μου ποιόν κάνεις παρέα να σου πω ποιος είσαι.

    Большой русско-греческий словарь > повести

  • 64 посмотреть

    ρ.σ.
    1. βλ. смотреть.
    2. (με το αρνητ. μόριο не) δε λογαριάζω, δεν κοιτάζω, δε λαβαίνω υπ όψη.
    3. 1ο πρόσ. ενκ. κ. πλθ. α) θα ιδώ (θα σκεφτώ), β) -им θα ιδούμε•

    -им кто кого обгонит θα ιδούμε ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον.

    κοιτάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > посмотреть

  • 65 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

  • 66 такой

    αντων.
    1. τέτοιος•

    такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•

    я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που

    αλλάζω τη γνώμη μου•

    до такой степени σε τέτοιο βαθμό•

    нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•

    точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•

    -ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•

    в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.

    2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•

    кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•

    кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.

    || σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.
    3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•

    мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.

    εκφρ.
    - им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•
    в -ом случаеκ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•
    и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•
    что -ое – τι είναι ή τι θα πει•
    что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•
    что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•
    что же (ж) -оеκ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ).

    Большой русско-греческий словарь > такой

  • 67 чёрт

    -а, πλθ. черти
    -ей α.
    1. διάβολος• το ίδιο και σαν βρισιά.
    2. επίρ. -ом (απλ.) λεβέντικα.
    εκφρ.
    α) πάρα πολύ, υπερβολικά• устал до -а – παρακουράστηκα.
    β) (απλ.) συντριπτικά•
    стёкла разлетелись к -у – τα τζάμια έγιναν συντρίμμια, πάνε στο διάβολο, γ) τι στο διάβολο•
    ни -а – (απλ.) ούτε διάβολος (τίποτε απολύτως)•
    ни к -у не годится – ούτε για το διάβολο δεν κάνει (τελείως άχρηστος• (для) какого -а; за каким (коим) -ом; на какой -; на -а (απλ.) τι (στο) διάβολο, γιατί•
    чёрт тебя (его, ихκλπ.) возьми να σε πάρει ο διάβολος•
    чёрт знает кто (что) – ποιος Εέρει, ο διάβολος ξέρει, άγνωστο• (куда, откуда) чёрт принс (που, από που) ο διάβολος (τον) έφερε (για άκαιρη άφιξη κάποιου)•
    чёрт с ним (тобой, нимиκλπ.) ας πάει (πας, πάνε) στο διάβολο, ας είναι (γίνει) έτσι• чёрт-те что (где) ο διάβολος ξέρει τι (που), άγνωστο•
    - ям (чёрту) тошно – (απλ.) ούτε ο διάβολος δεν το τρώει (ξεπερνά τα όρια)•
    к -у (-ям) на рога (кулички) ή у -а на рогах (куличках)απλ. στου διαβόλου την άκρη ή τη μάνα ή την ουρά (κατάμακρα)•
    ни один чёрт ή сам чёрт – ούτε ο ίδιος ο διάβολος (κανένας)•
    одному -у известно – μόνο ένας διάβολος ξέρει δηλ. κανένας•
    что за -! – τι διάβολο!

    Большой русско-греческий словарь > чёрт

  • 68 συλλογίζομαι

    συλλογ-ίζομαι, [voice] Med., [tense] aor.
    A

    - ελογισάμην Pl.R. 618d

    , al.; rarely - ελογίσθην ib. 531d: [tense] pf. - λελόγισμαι (v. infr.):—compute, reckon up,

    τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Hdt.2.148

    ;

    ἕτερα σ. πρὸς τὸ κεφάλαιον Lys.32.22

    ;

    τὰς ἑορτὰς εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.Lg. 799a

    ; ταῦτα πάντα ς. Id.Chrm. 160d; τὰ κατηγορημένα ἀπ' ἀρχῆς ς. recapitulate, D.19.177; τοὺς καιρούς, τὰς ὑποσχέσεις, ib.47;

    ἐκ τῶν εἰρημένων σ. καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον Arist.Metaph. 1042a3

    ;

    μανθάνειν καὶ σ. τί ἕκαστον Id.Po. 1448b16

    ;

    τὰς χρείας Plb.1.44.1

    ;

    τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος Plu.Pomp. 60

    ;

    σ. ὅτι.. Pl.Lg. 670c

    .
    II conclude from premisses, infer,

    τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου Id.Grg. 479c

    , al.; σ. τί συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων ib. 498e;

    σ. περί τινος, ὅτι.. Id.R. 516b

    ;

    σ. περὶ [τῆς μήτρας], ὡς.. διαστελλομένης Gal.15.694

    ;

    σ. ἐξ αὐτῶν ποῖός τις.. Pl. R. 365a

    ;

    σ. ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ἔπραττε D.18.172

    ;

    τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου Epicur.Nat.14.4

    , cf. Phld.Rh.2.40S.: c. acc. et inf.,

    - σάμενος τὸ ἄλειμμα οὐκ ἄξιον ἔσεσθαι Inscr.Prien.112.57

    (i B.C.);

    τὴν νόσον ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἥξειν Sor.Vit.Hippocr.7

    ;

    τὸ.. αἷμα μὴ σεσῆφθαι Gal. 18(2).108

    .
    2 in the Logic of Aristotle, infer by way of syllogism, infer syllogistically, σ. τὸ A κατὰ τοῦ B, A of B, APr.40b30; τὸ.. ἄκρον τῷ μέσῳ ς. ib.68b16;

    τινὰ ἔκ τινων Rh.1357a8

    ; σ. ὑπάρχειν τὸ Α τῷ B APo.79b30: [tense] pf. in pass. sense, οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται is not syllogistic, APr.42a39; συλλελογισμένα syllogistically concluded, opp. ἀσυλλόγιστα, Rh.1357a8.
    3 συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῖν ἕως.. he had planned not to.., Plb.14.4.4.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογίζομαι

  • 69 τίς

    τίς, τί gen. τίνος, dat. τίνι, acc. τίνα, τί (Hom.+) interrogative pron. in direct, indirect and rhetorical questions (W-S. §25, 1ff; B-D-F §298f, al.; Rob. 735–40 al.)
    an interrogative ref. to someone or someth., who? which (one)? what?
    as subst.
    α. τίς;
    א. who? which one? τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν; Mt 3:7; Lk 3:7. τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; Mt 26:68 (FNeirynck, ETL 63, 5–47; RBrown, The Death of the Messiah ’94, II 578–80). τίνος υἱός ἐστιν; whose son is he? 22:42b. τίνα λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; 16:13. Cp. Mk 11:28; 12:16; 16:3; Lk 9:9, 18; J 18:4, 7 (cp. Jos., Ant. 9, 56). τίς σοφὸς … ἐν ὑμῖν; Js 3:13. τίς οὖν ἐστιν; who, then, is she? Hs 2, 4, 1.—Esp. in questions to which the answer ‘nobody’ is expected Ac 8:33 (Is 53:8); Ro 7:24; 8:24, 33–35; 9:19b; 10:16 (Is 53:1); 11:34ab (Is 40:13ab); 1 Cor 9:7abc; 2 Cor 11:29ab. Likew. τίς … εἰ μή; who … except (for), but? Mk 2:7; Lk 5:21b; 1J 2:22; 5:5 (PsSol. 5:3, 11). Pl. ὑμεῖς δὲ τίνες ἐστέ; Ac 19:15. Cp. 2 Ti 3:14; Hb 3:16–18; Rv 7:13.—Foll. by partitive gen. (JosAs 6:7 [τίς … ἀνθρώπων;]; Ar. 9, 5; Tat. 2, 1) τίς τούτων τῶν τριῶν; Lk 10:36. τίνος ὑμῶν υἱός; 14:5. τίνι τῶν ἀγγέλων; Hb 1:5. τίνα τῶν προφητῶν; Ac 7:52. Cp. Mt 22:28; Mk 12:23; Hb 1:13 al. For the part. gen. τίς ἐξ ὑμῶν; etc. Mt 6:27; Lk 11:5; 14:28.—Mt 21:31. τίνα ἀπὸ τῶν δύο; Mt 27:21.
    ב. who? in the sense what sort of person? (=ποῖος; cp. Ex 3:11; Jdth 12:14; Jos., Ant. 6, 298; Ath. 12, 2) τίς ἐστιν οὗτος ὸ̔ς λαλεῖ βλασφημίας; Lk 5:21a. Cp. 19:3; J 8:53; Ac 11:17 (cp. 4 Km 8:13); Ro 14:4; 1 Cor 3:5ab v.l. (in both); Js 4:12. σὺ τίς εἶ; (just) who are you? what sort of person are you? (Menand., Epitr. 391 S. [215 Kö.]; Epict. 3, 1, 22; 23; Herm. Wr. 1, 2; Job 35:2; Tat. 6, 2 τίς ἤμην, οὐκ ἐγίνωσκον) J 1:19; 8:25; 21:12. τίς εἰμι ἐγὼ ὅτι who am I, that GJs 12:2 (Ex 3:11).
    ג. which of two? (=πότερος) Mt 27:17; Lk 22:27; J 9:2.
    ד. as a substitute for the rel. pron. (Callimachus 28 [=30], 2; Ptolemaeus Euergetes in Athen. 10, 438e τίνι ἡ τύχη δίδωσι, λαβέτω. Cp. BGU 665 III, 13 [I A.D.]; 822, 4 [III A.D.] εὗρον γεοργόν, τίς αὐτὰ ἑλκύσῃ; Gen 38:25; Lev 21:17; Dt 29:17; s. 1aβו below and s. Kühner-G. II 517f; OImmisch, Leipz. Studien z. klass. Philol. 10, 1887, 309ff; KBuresch, RhM n.s. 46, 1891, 231ff; Mlt. 21 n. 1; 93f; Rob. 737f; Dssm., LO 266, 5 [CIG 9552—LAE 313, 6]; Mayser II/1, 1926, 80) τίνα με ὑπονοεῖτε εἶναι οὐκ εἰμὶ ἐγώ Ac 13:25 v.l. So also Js 3:13, if it is to be punctuated τίς σοφὸς ἐν ὑμῖν, δειξάτω.
    β. τί;
    א. what? τί σοι δοκεῖ; Mt 17:25a; cp. 18:12; 21:28. τί ποιήσει; vs. 40. Cp. Mk 9:33; 10:3, 17; Lk 10:26; J 1:22b; 18:38; Ac 8:36; Ro 10:8; 1 Cor 4:7b al. τίνι; to what (thing)? Lk 13:18ab; 20.—W. prepositions: διὰ τί; why? for what reason? cp. διά B 2b. εἰς τί; why? for what purpose? εἰς 4f. ἐν τίνι; with what? through whom? Mt 5:13; 12:27; Mk 9:50; Lk 11:19; 14:34; Ac 4:9. πρὸς τί; why? (X., Cyr. 6, 3, 20; 8, 4, 21) J 13:28. χάριν τίνος; why? lit. ‘because of what thing?’ 1J 3:12 (cp. Just., A II, 12, 5; Tat. 34, 3).
    ב. what sort of thing? (=ποῖον) τί ἐστιν τοῦτο; what sort of thing is this? (Ps.-Lucian, Halc. 1 τίς ἡ φωνή; Ex 16:15) Mk 1:27. τί τὸ πλοῦτος what sort of wealth Col 1:27; cp. Eph 1:19; 3:18.
    ג. which of two? (=πότερον; Pla., Phlb. 52d) Mt 9:5; 23:19; Mk 2:9; Lk 5:23; 1 Cor 4:21; Phil 1:22.
    ד. τί as pred. can go w. a subject that is in the pl. (Pla., Tht. 155c τί ἐστι ταῦτα; [so also TestAbr A 12 p. 91, 16=Stone p. 30, and TestLevi 2:9 v.l.]; Lucian, Dial. Deor. 11, 1; Synes., Prov. 2, 2 p. 118b; Laud. Therap. 18 τί μοι ταῦτα; cp. TestAbr A 7 p. 83, 32 [Stone p. 14] τί τὰ ὁραθέντα; GrBar 2:7 τί εἰσιν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι; what’s the meaning of these people? Jos., Vi. 296 τί γεγόνασιν;) or that is not neut. gender (B-D-F §299, 1; 2; Rob. 736; cp. X., Hell. 2, 3, 17 τί ἔσοιτο ἡ πολιτεία, Mem. 4, 2, 21; GrBar 6:13 τί ἐστιν ἡ φωνὴ αὕτη; ApcMos 5 τί ἐστιν πόνος καὶ νόσος;): τί ἐστι ἄνθρωπος; (Epict. 2, 5, 26; 2, 9, 2) Hb 2:6 (Ps 8:5). ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; J 6:9. ἐπυνθάνετο τί ἂν εἴη ταῦτα Lk 15:26. τί ἐσόμεθα 1J 3:2. τί ἄρα ὁ Πέτρος ἐγένετο what had become of Peter Ac 12:18. οὗτος δὲ τί (ἔσται); what about this man? J 21:21. This pass. forms a transition to
    ה. elliptical expressions: τί οὐν; (X., Mem. 4, 2, 17; Teles p. 25, 13; Diod S 13, 26, 1; Ael. Aristid. 28, 17 K.=49 p. 496 D.; schol. on Pind., O. 12, 20c; Jos., Bell. 2, 364; Just., D. 3, 6; Ath. 15, 1.—1 Cor 14:15, 26 the expr. is given more fully τί οὖν ἐστιν; Ro 6:1; 7:7; 9:14, 30 τί οὖν ἐροῦμεν; 1 Cor 10:19 τί οὖν φημι;) J 1:21; Ro 3:9; 6:15 (Seneca, Ep. 47, 15 also introduces an absurd inference w. ‘quid ergo’); 11:7.—τί γάρ; what, then, is the situation? (Ps.-Pla., Erx. 1, 392b; Diod S 34 + 35 Fgm. 2, 38; Dio Chrys. 71 [21], 16; Lucian, Tyrannic. 13; Just., D. 1, 3) Ro 3:3; what does it matter? Phil 1:18. Also τί γάρ μοι (TestJob 23:8 τί γάρ μοι ἡ θρίξ) w. inf. foll. is it any business of mine? (Tat. 33, 2 τί γάρ μοι … λέγειν why should I take the time … to say something?—cp. without γάρ Epict. 2, 17, 14 καὶ τί μοι; 3, 22, 66 τί οὖν σοι; Maximus Tyr. 2, 10c) 1 Cor 5:12.—On τί πρὸς ἡμᾶς (πρός σε); s. πρός 3eγ. On τί ἐμοὶ καὶ σοί; s. ἐγώ, end; also Schwyzer II 143; Goodsp., Probs. 98–101; MSmith, JBL 64, ’45, 512f; JLilly, CBQ 8, ’46, 52–57. τί ἡμῖν καὶ σοί; has the same mng.: Mt 8:29; Mk 1:24a; Lk 4:34a (cp. Epict. 2, 19, 16; 2, 20, 11).—τί ὅτι;=τί γέγονεν ὅτι; (cp. J 14:22) what has happened that? why? (LXX; JosAs 16:5 τί ὅτι εἶπας … ;) Mk 2:16 v.l.; Lk 2:49; Ac 5:4, 9; Hs 9, 5, 2.—On ἵνα τί s. the entry ἱνατί.
    ו. as a substitute for the relative (SIG 543, 12; 705, 56; 736, 50; s. aαד above) οὐ τί ἐγὼ θέλω ἀλλὰ τί σύ Mk 14:36. Cp. 4:24; Lk 17:8; Ac 13:25. Pl. 1 Ti 1:7.—οὐκ ἔχουσιν τί φάγωσιν Mt 15:32; Mk 8:2 (cp. vs. 1) is prob. to be understood as an indirect question=‘they do not know what they are to eat’ (W-S. §24, 17b).
    γ. Two interrog. pronouns stand together without a conjunction (distributive; s. Kühner-G. II 521f; B-D-F §298, 5; Rob. 737) τίς τί ἄρῃ what each one should receive Mk 15:24. τίς τί διεπραγματεύσατο what each one gained in trading Lk 19:15 v.l. Cp. Hv 3, 8, 6; m 6, 1, 1 (s. also Ael. Aristid. 31 p. 598 D.: τί τίς ἂν λέγοι; Ps.-Clem., Hom. 2, 33).
    as adj. (TestAbr A 15 p. 96, 15 [Stone p. 40] τί ῥῆμα γενήσεται; TestJob 47:1 τίς οὖν χρεία; ApcEsdr 5:26 p. 30, 30 Tdf. τίς ἄρα ἄνθρωπος; Just., A I, 53, 2 al.) τίνα what (sort of) μισθὸν ἔχετε; Mt 5:46. τίς βασιλεύς; Lk 14:31. Cp. 15:4, 8; J 2:18; 18:29; Ac 10:29; 1 Cor 15:2; 2 Cor 6:14–16 (five times). 1 Th 4:2 οἰδατε γὰρ τίνα παραγγελία for you know what instructions (we gave you). In Ac 7:49 τί replaces ποῖο (as read by D, after Is 66:1); cp. 1 Pt 1:11, where τί and the following ποῖο are contrasted. τί περισσόν; etc.: Mt 5:47; 19:16; 27:23.
    interrogative expression of reason for, why? adv. τί (Hom., Pla., et al.; LXX; TestAbr A 8 p. 85, 23 [Stone p. 18]; B 7 p. 111, 4 [St. p. 70]; ApcEsdr 5:16 p. 30, 15 Tdf.; ApcSed 3:1; ApcMos 27; Just., A I, 20, 3; Tat. 10, 2; Ath. 17, 4) τί μεριμνᾶτε; why do you worry? Mt 6:28. Cp. 7:3; 19:17; Mk 2:7a, 8; 4:40; 11:3; Lk 2:48; 6:46; 19:33; 24:38a; J 7:19; 18:23; Ac 1:11; 14:15; 26:8; 1 Cor 4:7c; 10:30; Col 2:20. τί τοῦτο ἐποίησας; GJs 13:2; 15:3 (GrBar 1:2 τί ἐποίησας τοῦτο;). τί οὖν ὁ νόμος; why have the law, then=well then, what’s the use of the (Mosaic) law? Gal 3:19. τί καί; why, indeed? for what possible reason? 1 Cor 15:29b, 30. τί γινώσκω ποῦ ἐστιν ὁ υἱός μου; how should I know where my son is? GJs 23:1.
    exclamatory expression of extent or degree, how! adv. τί (transl. of Hebr. מָה; W-S. §21, 4; B-D-F §299, 4; Rob. 739; 1176; LXX [Ps 3:2; SSol 1:10; 7:7; 2 Km 6:20]; Basilius, Hexaëm. p. 8b MPG τί καλὴ ἡ τάξις [s. JTrunk, De Basilio Magno sermonis Attici imitatore: Wissensch. Beilage z. Jahresber. d. Gymn. Ehingen a. D. 1911, 36]) τί στενή Mt 7:14; τί θέλω Lk 12:49 (s. θέλω 1, end, and Black, Aramaic Approach3, ’67, 121–24).—M-M. EDNT.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > τίς

См. также в других словарях:

  • ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • κολλαβίζω — (Α) [κόλλαβος] παίζω παιχνίδι κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες κρατά με το χέρι κλειστά τα μάτια άλλου συμπαίκτη και, ενώ κάποιος άλλος τόν χτυπά, αυτός προσπαθεί να μαντέψει ποιός τόν χτύπησε …   Dictionary of Greek

  • ζητούμαι — ζητούμαι, ζητήθηκα βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: ζητώ, ζητούμαι : η κλίση κατά το θεωρώ είναι σπάνια, σε επίσημο ύφος λόγου και σε τυποποιημένες εκφράσεις όπως: ποιος τον ζητεί παρακαλώ; (σε τηλεφωνική συνομιλία), ή σε αγγελίες (ζητείται υπάλληλος… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζητώ — ζητώ, ζήτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ζητάω Σημειώσεις: ζητώ, ζητούμαι : η κλίση κατά το θεωρώ είναι σπάνια, σε επίσημο ύφος λόγου και σε τυποποιημένες εκφράσεις όπως: ποιος τον ζητεί παρακαλώ; (σε τηλεφωνική συνομιλία), ή σε αγγελίες (ζητείται… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»