Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποιόν

  • 101 кошка

    θ., γεν. πλθ. -шек.
    1. γάτα, γατί, γαλή. || γούνα από δέρμα γάτας.
    2. αιλουροειδές ζώο.
    3. τσιγκέλι, άγκιστρο, συσκευή ανέλκυσης αντικειμένων από το βυθό.
    4. όργανα οδοντωτά (για στερέωση).
    5. είδος πλεχτού μαστιγίου.
    εκφρ.
    знает -, чьё мясо съела – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    как кошка с собакой – σαν η γάτα με το σκυλί (μαλώνουν)•
    как угорелая кошка – σε έξαλλη κατάσταση•
    -и скребут на душе ή на сердце – σπαράζει (ραγίζεται) η καρδιά, λυπούμαι κατάκαρδα•
    чёрная кошка пробежав ή проскочила между кем – λογομάχησαν, φιλονίκησαν•
    - и-мышки – η γάτα και το ποντίκι (παιγνίδι).
    θ.
    βυθός αμμώδης ή χαλικώδης.

    Большой русско-греческий словарь > кошка

  • 102 надо

    1. απρόσ. με σημ. κατηγ. βλ. нужно•

    надо послать письмо πρέπει να στείλλω γράμμα•

    мне надо воды θέλω νερό•

    вам что надо? τι θέλετε; τι ζητάτε;•

    мне надо вас благодарить πρέπει να σας ευχαριστήσω•

    кого вам -? ποιόν ζηηάτε;•

    надо ли вам это? σας χρειάζεται αυτό;•

    так надо έτσι πρέπει•

    так ему и надо έτσι του χρειάζεται (του πρέπει, του αξίζει), καλά να πάθει•

    что надо! ό,τι χρειάζεται!

    βλ. над.

    Большой русско-греческий словарь > надо

  • 103 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 104 нелестный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    όχι και καλός• λίγο άσχημος•

    -ая характеристика όχι και καλή (μέτρια) έκθεση (ποιόν).

    || αντιπαθής, -θητικός, δυσάρεστος.

    Большой русско-греческий словарь > нелестный

  • 105 откуда

    επίρ.
    1. (ερωτηματικό) από πού; πόθεν;•

    откуда родом? από που κατάγεσαι;•

    откуда идшь? από που έρχεσαι;•

    откуда вы это знаете? από που το ξέρετε; από ποιόν; από τι; από που κι ως που!•

    откуда эти ваши? από που κι ως που αυτά είναι δικά σας;

    2. απ όπου•

    он смотрел туда откуда вышли две тмные фигуры αυτός κοίταζε προς τα εκεί, απ όπου βγήκαν δυό σκοτεινές φιγούρες•

    откуда бы она ни пришла απ όπου και αν αυτή ήρθε•

    откуда бы ни было απ όπου θέλω, (δε σε ενδιαφέρει).

    Большой русско-греческий словарь > откуда

  • 106 ошибиться

    -бусь, -бшься, παρλθ. χρ. ошибся, -лась, -лось
    ρ.σ. λαθεύω, σφάλλω, κάνω λάθος, σφάλμα, απατώμαι, πλανώμαι•

    -дверью κάνω λάθος στην πόρτα (πηγαίνω σε άλλη)•

    если не -бусь αν δε θα κάνω λάθος•

    я -бся в подсчте έκανα λάθος στο λογαριασμό•

    я -бся в расчте έπεσα έεω στον υπολογισμό•

    я -бся на его счёт έπεσα έξω ως προς αυτόν ή ως προς το ποιόν του.

    Большой русско-греческий словарь > ошибиться

  • 107 перемолвить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ. (απλ.) συνομιλώ, κουβεντιάζω•

    не с кем перемолвить слово δεν έχω με ποιόν να κουβεντιάσω.

    συνομιλώ στα γρήγορα, σύντομα•

    перемолвить несколькими словами с соседом κουβεντιάζω λίγο με το γείτονα.

    Большой русско-греческий словарь > перемолвить

  • 108 повести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. повёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. поведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поведённый, βρ: -дён, -дена, -дено
    ρ.σ.
    1. βλ. вести.
    2. σκεβρώνω.
    3. κουνώ, κινώ•

    повести бровями κουνώ τα φρύδια•

    повести плечом κουνώ τον ώμο.

    εκφρ.
    (и) глазом (бровью) не повести – αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε δίνω σημασία.
    1. βλ. вестись.
    2. αναπτύσσω σχέσεις, δεσμούς, συνδέομαι, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα•

    с кем -ведшься сто-го и набершья παρμ. πες μου ποια είναι η συντροφιά σου να σου πω ποια είναι η ανθρωπιά σου ή πες μου ποιόν κάνεις παρέα να σου πω ποιος είσαι.

    Большой русско-греческий словарь > повести

  • 109 похожий

    επ., βρ: -хож, -а, -е.
    1. όμοιος, ίδιος με•

    похожий на мать ребёнок παιδάκι ίδιο με τη μάνα του.

    2. -же (παρνθ. λ.) φαίνεται, σαν, ως να.
    εκφρ.
    -же (на то), что... – όπως φαίνεται,.κατά τα φαινόμενα, σαν να....• на что (это) -же? σε ποιόν (τίνος) χρειάζεται αυτό; άραγε είναι δυνατόν;•
    ни на что – Ηθ•
    -же – αυτό ξεπερνά τα όρια, μη (θεέ μου) χειρότερα•
    не -жв – δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει.

    Большой русско-греческий словарь > похожий

  • 110 чей

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чей этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чей

  • 111 чья

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чья этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чья

  • 112 чьё

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чьё этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чьё

  • 113 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 114 экстерьерный

    επ.
    εξωτερικός•

    -ые качества το εξωτερικό ποιόν, οι εξωτερικές ιδιότητες.

    Большой русско-греческий словарь > экстерьерный

  • 115 ягода

    θ.
    καρπός θάμνων ή χεδροπώνρώγα καρπού (βατόμουρο, χαμοκέρασο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    одного поля ягода – καρποί του ίδιου χωραφιού (του ίδιου φυράματος, της ίδιας πάστας ίδιο ποιόν ή ίδιας προέλευσης).

    Большой русско-греческий словарь > ягода

  • 116 δηλόω

    δηλ-όω:—[voice] Pass., [tense] fut.
    A

    δηλωθήσομαι Th.1.144

    ; δηλώσομαι in pass. sense, S.OC 581;

    δεδηλώσομαι Hp.Art.45

    , Diog.Apoll.4:— make visible or manifest, show, exhibit,

    τὸν ἄνδρ' Ἀχαιοῖς δ. S.Ph. 616

    ;

    ποῖον ὄμμα πατρὶ δηλώσω; Id.Aj. 462

    : with inf. added,

    ὡς γένος ἄτλητον ἀνθρώποισι δηλώσοιμ' ὁρᾶν Id.OT 792

    , etc.:—[voice] Pass., to be or become manifest, Id.OC 581, etc.
    2 make known, disclose, reveal, A.Pers. 519, S.OT77, etc.; prove, Id.OC 146, Th.1.3;

    δηλοῖ ὁ λόγος ὅτι.. Democr.7

    ;

    αὐτὸ δηλώσει D.19.157

    ; explain, set forth, Th.2.62; signify, ἐδήλουν οὐδὲν ὅτι ἴσασιν gave no sign of knowing, Id.4.68: indicate,

    τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας Id.1.10

    , etc. Construct.: mostly

    δ. τινί τι Antipho 1.30

    ; δ. τι πρός or εἴς τινα, S.Tr. 369, Th.1.90;

    δ. περί τινος Lys.10.7

    ;

    τινὶ περί τι Isoc.11.9

    : c. acc. et inf., SIG888.52 (Scaptopara, iii A. D.): folld. by a relat. clause,

    δ. ὅτι S.El. 1106

    , Hdt.2.149, cf. 1.57, etc.;

    οἷα φρονῶ S.El. 334

    ;

    δ. περί τινος, ὡς.. Th.1.72

    , 73: c. acc. et part.,

    σκευή τε γάρ σε καὶ τὸ δύστηνον κάρα δηλοῦτον.. ὄνθ' ὃς εἶ S.OC 555

    ; ὥς σε δηλώσω κακόν [ὄντα] ib. 783, cf. Ant. 471: c. part. nom., referring to the subject, δηλώσω πατρὶ μὴ ἄσπλαγχνος γεγώς I will show my father that I am no dastard, Id.Aj. 472; δηλοῖς.. τι καλχαίνουσ' ἔπος thou showest that thou art pondering.., Id.Ant.20; δηλοῖς ὥς τι σημανῶν ib. 242; δηλώσω οὐ παραγενόμενος I will show that I was not present, Antipho 2.4.8;

    δηλώσει μείζων γεγενημένος Th.1.21

    ; also

    Λιβύη δηλοῖ ἑωυτὴν ἐοῦσα περίρρυτος Hdt.4.42

    ;

    ἑαυτὸν ἐδήλωσεν ὅστις ἦν D.H.3.48

    .
    II intr., to be clear or plain,

    δηλοῖ ὅτι οὐκ Ὁμήρου τὰ Κύπρια ἔπεά ἐστι Hdt.2.117

    ;

    δηλοῖ δὲ ταῦτα.. ὅτι οὕτως ἔχει Pl.Grg. 483d

    ;

    δηλώσει ἡ ἔχθρα ὅταν πρῶτον.. And.4.12

    ; to be significant, possess a meaning, c. dat., Pl.Cra. 434c.
    2 impers. δηλοῖ, = δῆλόν ἐστι, δηλοῖ μοι ὅτι.., Hdt.9.68, cf. Arist.Pol. 1296a20;

    δηλώσει Lys.10.20

    , Pl.R. 497c;

    ἐδήλωσε X.Mem.1.2.32

    , cf. Cyr.7.1.30.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλόω

  • 117 εἰσάγω

    εἰσάγω [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ion. [tense] impf.
    A

    ἐσάγεσκον Hdt.1.196

    : [tense] pf. - αγήοχα Epist. Philipp. ap. D.18.39: [tense] pf. [voice] Pass.

    ἐσῆγμαι Hdt.2.49

    :— lead in or into, esp. into one's dwelling, introduce, c. dupl.acc.,

    αὐτοὺς εἰσῆγον θεῖον δόμον Od.4.43

    ; Κρήτην εἰσήγαγ' ἑταίρους he led his comrades to Crete, 3.191;

    ἐς. τινὰ ἐς.. Hdt.1.196

    , etc.: c. dat.,

    τινὰ δόμοις E.Alc. 1112

    codd.;

    εἰ. ψυχᾷ χάριν Id.Hipp. 526

    (lyr.); ὅταν σε καιρὸς εἰσάγῃ, = ὅταν καιρὸς ᾖ σὲ εἰσιέναι, S.El.39;

    νὺξ εἰ. πόνον Id.Tr.29

    :—[voice] Med., admit forces into a city, Th.8.16, 108; take in with one, introduce into a league or conspiracy,

    Ὀτάνης ἐσάγεται Ἰνταφρένεα Hdt.3.70

    :— [voice] Pass.,

    τὴν θερμότητα εἰσάγεσθαι εἰς τοὺς πόρους Thphr.Ign.38

    .
    2 ἐσαγαγεῖν or ἐσαγαγέσθαι γυναῖκα to lead a wife into one's house, Hdt. 5.40,6.63.
    3 bring in,

    σῖτον Th.4.26

    ; import,

    οἶνον Ἀθήναζε κατ' ἐμπορίαν D.35.35

    :—[voice] Med.,

    εἰσάγεσθαι καὶ ἐξάγεσθαι X.Ath.2.3

    , cf.D. 18.145;

    εἰ. ὧν ἐνδεεῖς Arist.Pol. 1257a32

    :—[voice] Pass., εἰσαγόμενα καὶ ἐξαγ. imports and exports, Id.Rh. 1359b22, cf. Hdt.3.6, SIG37 (Teos, v B.C.).
    4 εἰ. εἰς τοὺς φράτερας introduce a child to the members of one's φρατρία, Lys.30.2 ([voice] Pass.), Is.3.75, cf. D.57.54;

    εἰς Κήρυκας And.1.127

    ;

    εἰ. τινὰς εἰς τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a8

    ; τινὰς ἐς σπονδάς secure their adhesion, Th.5.35; ἰατρὸν εἰσάγειν τινί call in a physician for another, X.Mem.2.4.3, cf. D.47.67:—[voice] Med., of the physician himself when ill,

    εἰσάγεσθαι ἄλλους ἰατρούς Arist.Pol. 1287a41

    .
    6 δούλιον εἰσᾶγον αἶσαν, for δ. ἆγον εἰς αἶσαν, A.Ch.77(lyr.).
    II bring in, bring forward, esp. on the stage,

    χορόν Ar.Ach.

    II;

    Ἥραν ἠλλοιωμένην Pl.R. 381d

    ;

    δράματα Id.Ap. 35b

    , cf. Luc.Hist.Conscr.58; of an orator,

    εἰ. σεαυτὸν ποιόν τινα Arist.Rh. 1417b7

    ; represent in art, Corn.ND28, al. ([voice] Pass.).
    2 εἰ. τινὰ εἰς τὴν βουλήν bring a culprit before the Council, X.HG7.3.5, etc.
    3 aslaw-term, εἰ. δίκην or γραφήν to bring a cause into court, of the prosecutor, A.Eu. 580, 582, cf. D.24.10, PHal.1.125, etc.;

    ὑπόθεσιν OG1669.41

    (Egypt, i A.D.); also of the εἰσαγωγεύς II, Antipho6.42, IG12(7).3.40 ([place name] Arcesine), etc.; οἱ δὲ θεσμοθέται εἰσαγόντων εἰς τὴν Ἡλιαίαν Lexap.D.21.47.
    b εἰ. τινά bring forward the case of an officer at the εὔθυναι (q.v.), D.18.117 : generally, bring a person into court, prosecute, Pl.Ap. 25c,al.; in full, εἰ. εἰς δικαστήριον ib. 29a, Grg. 521c ([voice] Pass.), cf. Lg. 910e,al.
    5 enter, register, POxy.1535.8 ([voice] Pass.), etc.
    III introduce to a subject, instruct:—[voice] Pass., εἰσαγόμενοι, οἱ, beginners, Ph.1.175, Gal.Libr.Propr.Prooem., etc.
    IV intr., enter, Sch.T.Il.6.252.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσάγω

  • 118 καί

    καί, Conj., copulative, joining words and sentences,
    A and; also Adv., even, also, just, freq. expressing emphatic assertion or assent, corresponding as positive to the negative οὐ ([etym.] μή ) or οὐδέ ([etym.] μηδέ).
    A copulative, and,
    I joining words or sentences to those preceding,

    ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσινεῦσε Κρονίων Il.1.528

    , etc.: repeated with two or more Nouns,

    αἱ δὲ ἔλαφοι κ. δορκάδες κ. οἱ ἄγριοι οἶες κ. οἱ ὄνοι οἱ ἄγριοι X.Cyr.1.4.7

    ; joining only the last pair, Cleom.2.1 (p.168.5 Z.), Phlp.in APr.239.30, etc., v. l. in Arist.Po. 1451a20; ὁ ὄχλος πλείων κ. πλείων ἐπέρρει more and more, X.Cyr.7.5.39; to add epithets after

    πολύς, πολλὰ κ. ἐσθλά Il.9.330

    ;

    πολλὰ κ. μεγάλα D.28.1

    , etc.
    2 to addalimiting or defining expression, πρὸς μακρὸν ὄρος κ. Κύνθιον ὄχθον to the mountain and specially to.., h.Ap. 17, cf. A.Ag. 63 (anap.), S.Tr. 1277 (anap.) (sts. in reverse order,

    πρὸς δῶμα Διὸς κ. μακρὸν Ὄλυμπον Il.5.398

    ); to add by way of climax, θεῶν.. κ. Ποσειδῶνος all the gods, and above all.., A.Pers. 750, etc.;

    ἐχθροὶ κ. ἔχθιστοι Th.7.68

    ;

    τινὲς κ. συχνοί Pl.Grg. 455c

    ; freq. ἄλλοι τε καί.., ἄλλως τε καί.. , v. ἄλλος 11.6,

    ἄλλως 1.3

    ; ὀλίγου τινὸς ἄξια κ. οὐδενός little or nothing, Id.Ap. 23a: joined with the demonstr. Pron. οὗτος (q. v.),

    εἶναι.. δούλοισι, κ. τούτοισι ὡς δρηπέτῃσι Hdt.6.11

    , cf. 1.147; κ. ταῦτα and this too..,

    γελᾶν ἀναπείθειν, κ. ταῦθ' οὕτω πολέμιον ὄντα τῷ γέλωτι X.Cyr.2.2.16

    , etc.
    II at the beginning of a sentence,
    1 in appeals or requests,

    καί μοι δὸς τὴν Χεῖρα Il.23.75

    ; καί μοι λέγε.., καί μοι ἀπόκριναι.. , Pl.Euthphr.3a, Grg. 462b; freq. in Oratt., καί μοι λέγε.. τὸ ψήφισμα, καί μοι ἀνάγνωθι.. , D.18.105, Lys.14.8, etc.
    2 in questions, to introduce an objection or express surprise, κ. τίς τόδ' ἐξίκοιτ' ἂν ἀγγέλων τάχος; A.Ag. 280; κ. πῶς.. ; pray how..? E. Ph. 1348; κ. δὴ τί.. ; but then what..? Id.Hel. 101; κ. ποῖον.. ; S.Aj. 462; κ. τίς εἶδε πώποτε βοῦς κριβανίτας; Ar.Ach.86; κἄπειτ' ἔκανες; E.Med. 1398 (anap.); κ. τίς πώποτε Χαριζόμενος ἑτέρῳ τοῦτο εἰργάσατο; Antipho 5.57, cf. Is.1.20, Isoc.12.23, Pl. Tht. 163d,al.
    3 = καίτοι, and yet, Ar.Eq. 1245, E.HF 509.
    4 at the beginning of a speech, Lys.Fr. 36a.
    III after words implying sameness or like ness, as, γνώμῃσι ἐχρέωντο ὁμοίῃσι κ. σύ they had the same opinion as you, Hdt.7.50, cf. 84; ἴσον or ἴσα κ... , S.OT 611, E.El. 994; ἐν ἴσῳ (sc. ἐστὶ)

    κ. εἰ.. Th.2.60

    , etc.
    2 after words implying comparison or opposition,

    αἱ δαπάναι οὐχ ὁμοίως κ. πρίν Id.7.28

    ;

    πᾶν τοὐναντίον ἔχει νῦν τε κ. ὅτε.. Pl.Lg. 967a

    .
    3 to express simultaneity,

    ἦν ἦμαρ δεύτερον.., κἀγὼ κατηγόμην S.Ph. 355

    , cf. Th.1.50; παρέρχονταί τε μέσαι νύκτες κ. ψύχεται [ τὸ ὕδωρ] Hdt.4.181, cf. 3.108; [ οἱ Λακεδαιμόνιοι]

    οὐκ ἔφθασαν τὴν ἀρχὴν κατασχόντες κ. Θηβαίοις εὐθὺς ἐπεβούλευσαν Isoc.8.98

    .
    IV joining an affirm. clause with a neg.,

    ἀλλ' ὥς τι δράσων εἷρπε κοὐ θανούμενος S.Tr. 160

    , etc.
    V καί.., καί.. correlative, not only.., but also.., κ. ἀεὶ κ. νῦν, κ. τότε κ. νῦν, Pl.Grg. 523a, Phlb. 60b;

    κ. κατὰ γῆν κ. κατὰ θάλατταν X.An.1.1.7

    .
    VI by anacoluthon, ὣς φαμένη κ. κερδοσύνῃ ἡγήσατ' Ἀθήνη, for ὣς ἔφη κ... , Il.22.247; ἔρχεται δὲ αὐτή τε.. κ. τὸν υἱὸν ἔχουσα, for κ. ὁ υἱός, X.Cyr.1.3.1;

    ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς, κ. τέλος ἐγίνοντο Hdt.9.104

    ;

    τοιοῦτος ὤν, κᾆτ' ἀνὴρ ἔδοξεν εἶναι Ar.Eq. 392

    , cf. Nu. 624.
    B even, also, just,
    1 τάχα κεν κ. ἀναίτιον αἰτιόῳτο even the innocent, Il.11.654, cf. 4.161, etc.; δόμεναι κ. μεῖζον ἄεθλον an even greater prize, 23.551, cf. 10.556, 5.362: with numerals, κ. πέντε full five, 23.833;

    γενομένης κ. δὶς ἐκκλησίας Th.1.44

    , cf. Hdt.2.44,60, 68, al. (but ἐτῶν δύο κ. τριῶν two or three, Th.1.82, cf. X.Eq.4.4).
    2 also, κ. ἐγώ I also, Il.4.40; κ. αὐτοί they also, X.An.3.4.44, etc.; Ἀγίας καὶ Σωκράτης κ. τούτω ἀπεθανέτην likewise died, ib. 2.6.30; in adding surnames, etc.,

    Ὦχος ὁ κ. Δαρειαῖος Ctes.Fr.29.49

    (sed Photii est): Ptol. Papyri have nom. ὃς κ., gen. τοῦ κ. etc.,

    Πανίσκος ὃς κ. Πετεμῖνις PLond.2.219

    (b) 2 (ii B.C.); dat. τῷ κ. ib.(a) v2, PRein.26.5 (ii B. C.); nom. ὁ κ. first in PTeb.110.1 (i B. C.), freq. later, BGU22.25 (ii A. D.), etc.;

    Ἰούδας ὁ κ. Μακκαβαῖος J.AJ12.6.4

    ;

    Σαῦλος ὁ κ. Παῦλος Act.Ap.13.9

    : with

    ἄλλος, λαβέτω δὲ κ. ἄλλος Od.21.152

    ; εἴπερ τι κ. ἄλλο, ὥς τις κ. ἄλλος, X.Mem.3.6.2, An.1.3.15, cf. Pl. Phd. 59a, Ar.Nu. 356: freq. in antithetic phrases, οὐ μόνον.., ἀλλὰ καὶ.. , not only.., but also.., v. μόνος; οὐδὲν μᾶλλον.. ἢ οὐ καὶ.. Hdt.5.94, al.
    b freq. used both in the anteced. and relat. clause, where we put also in the anteced. only,

    εἰ μὲν κ. σὺ εἶ τῶν ἀνθρώπων ὧνπερ κ. ἐγώ Pl.Grg. 458a

    , cf. Il.6.476, X.An.2.1.21.
    3 freq. in apodosi, after temporal Conjs.,

    ἀλλ' ὅτε δή ῥα.., κ. τότε δή.. Il.1.494

    , cf. 8.69, Od. 14.112; also after εἰ, Il.5.897: in Prose,

    ὡς δὲ ἔδοξεν, κ. ἐχώρουν Th.2.93

    : as a Hebraism,

    κ. ἐγένετο.. κ... LXX Ge.24.30

    , al., Ev.Luc.1.59, etc.
    4 with Advs., to give emphasis,

    κ. κάρτα Hdt.6.125

    ; κ. λίην full surely, Il.19.408, Od.1.46;

    κ. μᾶλλον Il.8.470

    , cf. E.Heracl. 386; κ. πάλαι, κ. πάνυ, S.OC 1252, Pl. Chrm. 154e; κ. μάλα, κ. σφόδρα, in answers, Ar.Nu. 1326, Pl.La. 191e.
    5 with words expressing a minimum, even so much as, were it but, just,

    ἱέμενος κ. καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι Od.1.58

    ; οἷς

    ἡδὺ κ. λέγειν Ar.Nu. 528

    ; τίς δὲ κ. προσβλέψεται; who will so much as look at you? E.IA 1192, cf. Ar.Ra. 614, Pl.Ap. 28b, 35b.
    6 just, τοῦτ' αὐτὸ κ. νοσοῦμεν 'tis just that that ails me, E.Andr. 906, cf. Ba. 616, S.Tr. 490, Ar. Pax 892, Ra.73, Pl.Grg. 456a, Tht. 166d: freq. with a relat.,

    τὸ κ. κλαίουσα τέτηκα Il.3.176

    ;

    διὸ δὴ καὶ.. Th.1.128

    , etc.: also in interrogations (usu. to be rendered by emphasis in intonation), ποίου Χρόνου δὲ καὶ πεπόρθηται πόλις; and how long ago was the city sacked? A.Ag. 278; ποῦ καί σφε θάπτει; where is he burying her? E.Alc. 834, cf. S.Aj. 1290, al., X.An.5.8.2, Ar. Pax 1289, Pl. Euthphr.6b, D.4.46, etc.
    7 even, just, implying assent, ἔπειτά με κ. λίποι αἰών thereafter let life e'en leave me, Il.5.685, cf. 17.647, 21.274, Od.7.224.
    8 κ. εἰ even if, of a whole condition represented as an extreme case, opp. εἰ κ. although, notwithstanding that, of a condition represented as immaterial even if fulfilled, cf. Il.4.347, 5.351, Od.13.292, 16.98 with Il.5.410, Od.6.312, 8.139, etc.; εἰ κ. ἠπιστάμην if I had been able, Pl.Phd. 108d, cf. Lg. 663d. (This remark does not apply to cases where εἰ and καί each exert their force separtely, as

    εἴ περ ἀδειής τ' ἐστί, καὶ εἰ..

    and if..

    Il.7.117

    , cf. Hdt.5.78, etc.)
    9 before a Participle, to represent either καὶ εἰ.. , or εἰ καί.. , although, albeit, Ἕκτορα κ. μεμαῶτα μάχης σχήσεσθαι ὀΐω, for ἢν κ. μεμάῃ, how much soever he rage, although he rage, Il.9.655; τί σὺ ταῦτα, κ. ἐσθλὸς ἐών, ἀγορεύεις; (for εἰ κ. ἐσθλὸς εἶ) 16.627, cf. 13.787, Od.2.343, etc.;

    κ. τύραννος ὢν ὅμως S.OC 851

    .
    C Position: καί and, is by Poets sts. put after another word, ἔγνωκα, τοῖσδε κοὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω, for

    καὶ τοῖσδε οὐδέν A.Pr.51

    , cf. Euph.51.7, etc.
    2 καί also, sts. goes between a Prep. and its case,

    ἐν κ. θαλάσσᾳ Pi.O.2.28

    .
    3 very seldom at the end of a verse, S.Ph. 312, Ar.V. 1193.
    D crasis: with [pron. full] , as κἄν, κἀγαθοί, etc.; with ε, as κἀγώ, κἄπειτα, etc., [dialect] Dor. κἠγώ, κἤπειτα, etc.; with η, as Χἠ, Χἠμέρη, Χἠμεῖς, etc.; with [pron. full] in Χἰκετεύετε, Χἰλαρή; with ο, as Χὠ, Χὤστις, etc.; with υ in Χὐμεῖς, Χὐποχείριον, etc.; with ω in the pron. ᾧ, Χᾦ; with αι, as κᾀσχρῶν; with αυ, as καὐτός; with ει, as κεἰ, κεἰς (but also κἀς) , κᾆτα; with εὐ-, as κεὐγένεια, κεὐσταλής; with οι in Χοἰ (

    Χᾠ EM816.34

    ); with ου in Χοὖτος, κοὐ, κοὐδέ, and the like .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καί

  • 119 καταβλητέον

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβλητέον

  • 120 καταγίγνομαι

    καταγίγνομαι, [dialect] Ion. and later [suff] καταγηρ-γίνομαι [pron. full] [ῑ],
    A abide, dwell, ἐν [ Χρυσοχοείῳ] Test. ap. D.21.22, cf. Teles p.27 H., PMagd.9.3 (iii B.C.), LXX Ex.10.23, OGI666.14 (Egypt, i A.D.), etc.
    2 busy oneself about, be concerned with a thing,

    ἔν τινι Plb.31.29.6

    ;

    ἐν ἀριθμοῖς καὶ προσώποις A.D.Synt.226.28

    (but κ. ἐν δοτικῇ to be constructed with the dative case, 298.10);

    ὑφ' ὧν καὶ δι' ὧν καὶ περὶ ὧν τὸ Χειρουργικὸν μέρος τῆς τέχνης καταγίνεται Gal.18(2).667

    ;

    περί τι Phld.Mus.p.40K.

    , Arr.Epict.3.2.6;

    περὶ τὸ ποιὸν μᾶλλον ἢ τὸ ποσόν Ptol.Geog.1.1.4

    , cf. S.E.M.4.1; τὴν γεωμετρίαν οὐ περὶ μεγέθη ἀλλὰ περὶ ποιότητα κ. Plot. 6.3.14;

    εἴς τι A.D.Synt.298.21

    ; πρός τι ib.280.15;

    πρὸς τὸ οἴκοι ἐνδιατρίβειν Agatharch.101

    .
    3 = διάγω 11.2, οὕτω, ἐν τρυφῇ, Id.40, 101.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγίγνομαι

См. также в других словарях:

  • ποιόν — το, ΝΑ 1. το σύνολο τών στοιχείων που συνθέτουν τον χαρακτήρα ενός υποκειμένου ή ενός αντικειμένου, το εσωτερικό γνώρισμα ή η ιδιαίτερη φύση του («το ποιόν τού ήχου») 2. (λογ.) το διακριτικό γνώρισμα τών όντων το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις… …   Dictionary of Greek

  • ποιόν — το ποιότητα, ηθική συγκρότηση του ανθρώπου: Το ποιόν του δεν είναι καλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιόν — ποιός of a certain nature masc acc sg ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῖον — ποῖος of what kind? masc acc sg ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… …   Dictionary of Greek

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • СТОИЦИЗМ —     СТОИЦИЗМ учение одной из наиболее влиятельных философских школ Античности, основанной ок. 300 до н. э. Зеноном изКития; название «Стоя» происходит от названия «Расписного Портика» (Στοὰ Ποικίλη) в Афинах, где преподавал Зенон.… …   Античная философия

  • ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… …   Dictionary of Greek

  • ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός …   Dictionary of Greek

  • πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»