-
1 ποιμήν
2 after Hom. always shepherd,βουκόλοι καὶ π. E.Ba. 714
, cf. Cratin.281, Pl.Tht. 174d, R. 343a, Lg. 735b, etc.;π. προβάτων LXXGe.4.2
.II metaph., shepherd of the people, regularly of Agamemnon,Ἀγαμέμνονα π. λαῶν Il.2.243
, al.: generally, captain, chief, ib.85, al., S.Aj. 360 codd. (lyr.);ναῶν ποιμένες A.Supp. 767
; ; ; ποιμένες δώρων Κυπρίας, of the Loves, Pi.N.8.6: abs., master, lord,πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα Id.O.10(11).88
; for A.Ag. 657, v. στρόβος. -
2 ποιμήν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ποιμήν
-
3 Ἀγαμέμνων
Ἀγαμέμνων: Agamemnon, son of Atreus and grandson of Tantalus; his wife, Clytaemnestra, Il. 1.113 f.; his children, Orestes, Chrysothemis, Laodice, and Iphianassa, cf. Il. 2.104, Il. 9.287. King of Mycēnae, likewise ruler over ‘many islands and all Argos,’ Il. 2.108. His wealth in ships, Il. 2.576, 610-614. Epithets, δῖος, κρείων, εὐρυκρείων, ἄναξ ἄνδρῶν, ποιμὴν λᾶῶν. His stature, Il. 3.166, 178, Il. 2. 477-483; ἀριστείᾶ, ‘exploits,’ Il. 11.91-661; honor accorded to him, Il. 23.887; sceptre, Il. 2.104; his return from Troy, Od. 3.143 ff., 156, 193 ff., 234 f.; his death at the hands of Aegisthus and Clytaemnestra, his wife, Od. 3.248 ff., Od. 4.91, 512-537, 584, l 387-463, Od. 24.20-97.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀγαμέμνων
См. также в других словарях:
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek
ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… … Dictionary of Greek