Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ποιμενικός

См. также в других словарях:

  • ποιμενικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενικός — ή, ό / ποιμενικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμήν, μένος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικό α) η βουκολική ποίηση β) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση τής μουσικής τών… …   Dictionary of Greek

  • ποιμενικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα ή στο ποίμνιο: Ποιμενικά διηγήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιμενικά — ποιμενικός of neut nom/voc/acc pl ποιμενικά̱ , ποιμενικός of fem nom/voc/acc dual ποιμενικά̱ , ποιμενικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενικώτερον — ποιμενικός of adverbial comp ποιμενικός of masc acc comp sg ποιμενικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενικῶν — ποιμενικός of fem gen pl ποιμενικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενικόν — ποιμενικός of masc acc sg ποιμενικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενικαῖς — ποιμενικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενικοῖς — ποιμενικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενικοί — ποιμενικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμενικοῦ — ποιμενικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»