-
1 ποιμενικός
ποιμενικόςof: masc nom sg -
2 ποιμενικός
ποιμενικός, ή, όν (ποιμήν; Pla. et al.; poets since Theocr. 1, 23. In prose: Maximus Tyr. 20, 6b; 38, 2a; Philostrat., Imag. 2, 18 p. 370, 9; LXX; Philo; Jos., Ant. 6, 185) pertaining to a shepherd (Vi. Aesopi W 75 P. τὸ ποιμενικὸν σχῆμα) σχήματι ποιμενικῷ in the garb of a shepherd Hv 5:1.—DELG s.v. ποιμήν. -
3 ποιμενικός
-ή,-όν + A 0-1-1-0-0=2 1 Sm 17,40; Zech 11,15 -
4 ποιμενικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιμενικός
-
5 ποιμενικός
1) bucolic2) pastoralΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ποιμενικός
-
6 ποιμενικά
ποιμενικόςof: neut nom /voc /acc plποιμενικά̱, ποιμενικόςof: fem nom /voc /acc dualποιμενικά̱, ποιμενικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 ποιμενικώτερον
ποιμενικόςof: adverbial compποιμενικόςof: masc acc comp sgποιμενικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
8 ποιμενικόν
ποιμενικόςof: masc acc sgποιμενικόςof: neut nom /voc /acc sg -
9 ποιμενικοί
ποιμενικόςof: masc nom /voc pl -
10 ποιμενικούς
ποιμενικόςof: masc acc pl -
11 ποιμενική
ποιμενικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 ποιμενικήν
ποιμενικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 ποιμενικώτεροι
ποιμενικόςof: masc nom /voc comp pl -
14 ποιμενικών
-
15 ποιμενικῶν
-
16 ποιμενική
-
17 ποιμενικῇ
-
18 ποιμενικής
-
19 ποιμενικῆς
-
20 ποιμενικαίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ποιμενικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενικός — ή, ό / ποιμενικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμήν, μένος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικό α) η βουκολική ποίηση β) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση τής μουσικής τών… … Dictionary of Greek
ποιμενικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα ή στο ποίμνιο: Ποιμενικά διηγήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιμενικά — ποιμενικός of neut nom/voc/acc pl ποιμενικά̱ , ποιμενικός of fem nom/voc/acc dual ποιμενικά̱ , ποιμενικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενικώτερον — ποιμενικός of adverbial comp ποιμενικός of masc acc comp sg ποιμενικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενικῶν — ποιμενικός of fem gen pl ποιμενικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενικόν — ποιμενικός of masc acc sg ποιμενικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενικαῖς — ποιμενικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενικοῖς — ποιμενικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενικοί — ποιμενικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμενικοῦ — ποιμενικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)