-
1 ποικιλόθριξ
ποικιλόθριξmasc /fem nom /voc sg -
2 ποικίλοθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικίλοθριξ
-
3 ποικιλοτρίχων
ποικίλοθριξspotted: masc gen plποικιλόθριξmasc /fem gen pl -
4 ποικιλόθροος
ποικῐλό-θροος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικιλόθροος
См. также в других словарях:
ποικιλόθριξ — masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύ θριξ)] … Dictionary of Greek
ποικιλοτρίχων — ποικίλοθριξ spotted masc gen pl ποικιλόθριξ masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek