-
1 ποικιλοφρων
См. также в других словарях:
σκολιόφρων — ον, ΜΑ αυτός που κάνει διεστραμμένες σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ποικιλό φρων] … Dictionary of Greek
1 ποικιλοφρων
σκολιόφρων — ον, ΜΑ αυτός που κάνει διεστραμμένες σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ποικιλό φρων] … Dictionary of Greek