-
1 μαχαιρο-ποιεῖον
μαχαιρο-ποιεῖον, τό, Messerschmiede, Werkstatt des Folgdn, Dem. 27, 31.
-
2 ἀρτο-ποιεῖον
ἀρτο-ποιεῖον, τό, Bäckerei.
-
3 ἡνιο-ποιεῖον
ἡνιο-ποιεῖον, τό, Sattlerwerkstatt, Xen. Hem. 4, 2, 8. Von
-
4 ἀρτοποιεῖον
-
5 ἡνιοποιεῖον
ἡνιο-ποιεῖον, τό, Sattlerwerkstatt -
6 μαχαιροποιεῖον
μαχαιρο-ποιεῖον, τό, Messerschmiede, Werkstatt des μαχαιρο-ποιός
См. также в других словарях:
κατοπτροποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κατόπτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + ποιείο(ν) (< ποιός < ποιώ), πρβλ. κηρο ποιείον, οινο ποιείον. Η λ., στον λόγιο τ. κατοπτροποιείον, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek