-
1 ὑπένερθε
A underneath,ζωστὴρ.., ἠδ' ὑ. ζῶμά τε καὶ μίτρη Il.4.186
; σφυρὰ κάλ' ὑ. ib. 147, cf. 17.386;ὑ. δὲ γαῖα φάνεσκε Od.12.242
;χιτῶνά γ' ἔχων.. ὑ. Ar.Ra. 1067
(anap.);τὰν ὀροφὰν τὰν ὑπένερθε IG42(1).102.46
(Epid., iv B. C.); τὰν ὕλαν τὰν ὑπένερθεν ib. 51.2 under the earth, in the nether world, Il.3.278, 20.61, Archil. 17; οἱ ὑ., opp. οἱ οὐράνιοι, Pl.Ax. 371b, cf. A.R.2.259.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπένερθε
-
2 κονία
1 dust,ποδῶν ὑπένερθε κ. ἵστατ' ἀειρομένη Il.2.150
;ὑπὸ δέ σφισιν ὦρτο κ. 11.151
: in pl.,κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι Od.18.98
;ἐν κονίῃσι πεσών Il.17.315
, etc.;πρηνέες ἐν κονίῃσιν 2.418
, cf. Hes.Sc. 365;μιάνθησαν δὲ ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι Il.16.796
: also Trag. in lyr., A.Ag.64, E.Andr. 112, Supp. 821.II pearl-ash, lye, soap-powder,λούειν ἄνευ κονίας Ar.Lys. 470
(with a play on ἀκονιτί), cf. Ach.18, Ra. 711, Pl.R. 430b: pl., Thphr.HP4.10.4 (nisi leg. κονιάσεις).
См. также в других словарях:
υπένερθε(ν) — Α επίρρ. 1. από κάτω («ποδῶν ὑπένερθε», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω από την γη, στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη 3. φρ. «οἱ ὑπένερθε» αυτοί που βρίσκονται στον Κάτω Κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τους ουράνιους (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔνερθεν «από κάτω»] … Dictionary of Greek
κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… … Dictionary of Greek