-
1 ποδωκέστατοι
ποδώκηςswiftfooted: masc nom /voc superl pl
См. также в других словарях:
ποδωκέστατοι — ποδώκης swiftfooted masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ποδωκέστατοι
ποδωκέστατοι — ποδώκης swiftfooted masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)