Перевод: со всех языков на русский

ποδάρ

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • κεφάλας — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 346 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 20 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεραπνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ …   Dictionary of Greek

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • πολυποδαρούσα — η, Ν ονομασία διαφόρων εντόμων με πολλά πόδια, μυριάποδο έντομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποδάρι + κατάλ. ούσα (πρβλ. σαραντα ποδαρ ούσα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»