-
1 ἐξανατέλλω
2 intr., spring up from,χθονός Emp.62.4
;ἀφ' αἵματος Mosch. 2.58
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανατέλλω
-
2 ἐξ-ανα-τέλλω
ἐξ-ανα-τέλλω, hervorgehen lassen; χϑονὸς ποίην Ap. Rh. 4, 1423; ἐκ κεφαλῆς ϑόρυβον, erregen, Teleclid. bei Plut. Pericl. 3. – Intr., hervorgehen, Mosch. 2, 58.
См. также в других словарях:
εξανατέλλω — (AM έξανατέλλω) μσν. νεοελλ. (αμτβ.) 1. ανατέλλω, εμφανίζομαι 2. (για ήλιο, αστέρια) ανατέλλω, αναφαίνομαι πάνω από τον ορίζοντα («ἡ τὸν Θεὸν ἐξανατείλαντα... σωματώσασα», Μηναία) αρχ. μσν. κάνω κάτι να προβάλει, να ανατείλει, να αναφανεί, να… … Dictionary of Greek