-
1 foule
πλήθος -
2 dav
πλήθος -
3 zástup
πλήθος -
4 crowd
πλήθος -
5 multitude
πλήθος -
6 chmara
πλήθος -
7 ciżba
πλήθος -
8 mnogość
πλήθος -
9 mnóstwo
πλήθος -
10 rzesza
πλήθος -
11 tłum
πλήθος -
12 kalabalık
πλήθος, κόσμος, λαός -
13 толпа
толп||аж τό πλήθος, ὁ ὅχλος:\толпа народа πλήθος κόσμου· \толпа ребятишек τό πλήθος ἀπό παιδιά· в \толпае́ στό πλήθος. -
14 толпа
-ы, πλθ. толпы θ.1. πλήθος• όχλος•толпа народа πλήθος λαού (πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα)•
толпа ребятишек σμήνος παιδιών, παιδόκοσμος, παιδοβόλι, -λόγι, μαρίδα.
|| μτφ. σωρεία•толпа мыслей πλήθος σκέψεων•
толпа картин πλήθος εικόνων (παραστάσεων).
-ой, -ою ως επίρ. μαζί, ομού.
|| ως επίρ. -ами κατά πλήθη, κατά σμήνη, κατά μάζες.2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα.3. ο απλός λαός, λαοτζίκος. -
15 масса
масс||а I ж1. (людская, народ) τό πλήθος, ἡ μάζα:\масса людей ἡ κοσμοπλημ-μύρα, τό πλήθος κόσμου· трудящиеся \массаы οἱ μάζες τῶν ἐργαζομένων народные \массаы οἱ λαϊκές μάζες·2. (множество) τό πλήθος / ὁ σωρός, ἡ σωρεία (куча)/ ὁ ὀγκος (груда):\масса пыли ὁ σωρός σκόνης, τό σύννεφο σκόνης· \масса работы ὁ δγκος δουλειᾶς· \масса впечатлений σωρεία ἐντυπώσεων ◊ в \массае μαζικά, κατά μάζες.масса II ж (вещество) ἡ μᾶζα, ὁ πολτός:стеклянная (древесная) \масса πολτός γυαλιού (ξύλου). -
16 уйма
у́ймаж разг τό πλήθος, ὁ σωρός:\уйма народа πλήθος κόσμου· \уйма ошибок πλήθος σφάλματα· \уйма дел ἕνα σωρό δουλειές. -
17 клубок
-бка α. κουβάρι•разматывать ξετυλίγω το κουβάρι.
-ом σαν κουβάρι•кошка свернулась -ом η γάτα μαζεύτηκε κουβάρι.
|| πλήθος περιπλεγμένο, ανακατεμένο•противоречий πλήθος ανεπίλυτων αντιθέσεων•
клубок событий πλήθος αξεδιάλυτων γεγονότων.
εκφρ.клубок в горле (стоит, застрял, подступил, подкатил(ся) – μου στάθηκε κόμπος ή σπασμός στο λαιμό. -
18 тьма
тьма 1-ы θ.1. σκοτάδι, σκότος•тьма ночи το σκοτάδι της νύχτας•
погрузиться во тьму βυθίζομαι στο σκοτάδι•
во тьме στο σκοτάδι•
нависла тьма έπεσε το σκοτάδι.
2. αμάθεια, αμορφωσιά, καθυστέρηση•ученье тьма свет, а неученье тьма - η μάθηση είναι φως, η αμάθεια είναι σκοτάδι.
тьма 2-ы θ. παλ. δέκα χιλιάδες. || πλήθος, σωρεία•тьма народу πλήθος λαού•
тьма дел σωρεία υποθέσεων.
εκφρ.тьма (тьмы) тема) – παλ. εκατό χιλιάδες, β) τεράστια ποσότητα•тьма тьмушая – (απλ.) πλήθος, σωρεία, σωρός•у меня знакомых —тьмущая – έχω ένα σωρό γνωστούς. -
19 Number
subs.Crowd, multitude: P. and V. πλῆθος, τό, ὅμιλος, ὁ, ὄχλος, ὁ, V. ἀνδροπλήθεια, ἡ.Of things: P. and V. πλῆθος, τό, ὄχλος, ὁ.Things have been done by them so great in importance and so many in number: P. τοιαῦτα αὐτοῖς τὸ μέγεθος καὶ τοσαῦτα τὸ πλῆθος εἴργασται (Lys. 120).To the number of: P. and V. εἰς (acc.).He was travelling with small numbers: V. ἐχώρει βαιός (Soph., O.R. 750).Equal in number, adj.: P. ἰσοπληθής, ἰσάριθμος.——————v. trans.Calculate: P. and V. λογίζεσθαι.So numbered among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), V. ἀριθμεῖσθαι (gen. or ἐν, dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Number
-
20 масса
масса ж 1) в разн. знач. η μάζα· народные \массаы οι λαϊκές μάζες 2) (множество) το πλήθος* \масса народу πολύς κόσμος, τα πλήθη* * *ж1) в разн. знач. η μάζαнаро́дные ма́ссы — οι λαϊκές μάζες
2) ( множество) πλήθοςма́сса наро́ду — πολύς κόσμος, τα πλήθη
См. также в других словарях:
πλῆθος — great number neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… … Dictionary of Greek
πλήθος — το ους, μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… … Dictionary of Greek
πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek