Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πλῆθος

  • 1 foule

    πλήθος

    Dictionnaire Français-Grec > foule

  • 2 dav

    πλήθος

    Česká-řecký slovník > dav

  • 3 zástup

    πλήθος

    Česká-řecký slovník > zástup

  • 4 crowd

    πλήθος

    English-Greek new dictionary > crowd

  • 5 multitude

    πλήθος

    English-Greek new dictionary > multitude

  • 6 chmara

    πλήθος

    Słownik polsko-grecki > chmara

  • 7 ciżba

    πλήθος

    Słownik polsko-grecki > ciżba

  • 8 mnogość

    πλήθος

    Słownik polsko-grecki > mnogość

  • 9 mnóstwo

    πλήθος

    Słownik polsko-grecki > mnóstwo

  • 10 rzesza

    πλήθος

    Słownik polsko-grecki > rzesza

  • 11 tłum

    πλήθος

    Słownik polsko-grecki > tłum

  • 12 kalabalık

    πλήθος, κόσμος, λαός

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kalabalık

  • 13 толпа

    толп||а
    ж τό πλήθος, ὁ ὅχλος:
    \толпа народа πλήθος κόσμου· \толпа ребятишек τό πλήθος ἀπό παιδιά· в \толпае́ στό πλήθος.

    Русско-новогреческий словарь > толпа

  • 14 толпа

    -ы, πλθ. толпы θ.
    1. πλήθος• όχλος•

    толпа народа πλήθος λαού (πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα)•

    толпа ребятишек σμήνος παιδιών, παιδόκοσμος, παιδοβόλι, -λόγι, μαρίδα.

    || μτφ. σωρεία•

    толпа мыслей πλήθος σκέψεων•

    толпа картин πλήθος εικόνων (παραστάσεων).

    -ой, -ою ως επίρ. μαζί, ομού.

    || ως επίρ. -ами κατά πλήθη, κατά σμήνη, κατά μάζες.
    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα.
    3. ο απλός λαός, λαοτζίκος.

    Большой русско-греческий словарь > толпа

  • 15 масса

    масс||а I ж
    1. (людская, народ) τό πλήθος, ἡ μάζα:
    \масса людей ἡ κοσμοπλημ-μύρα, τό πλήθος κόσμου· трудящиеся \массаы οἱ μάζες τῶν ἐργαζομένων народные \массаы οἱ λαϊκές μάζες·
    2. (множество) τό πλήθος / ὁ σωρός, ἡ σωρεία (куча)/ ὁ ὀγκος (груда):
    \масса пыли ὁ σωρός σκόνης, τό σύννεφο σκόνης· \масса работы ὁ δγκος δουλειᾶς· \масса впечатлений σωρεία ἐντυπώσεων ◊ в \массае μαζικά, κατά μάζες.
    масса II ж (вещество) ἡ μᾶζα, ὁ πολτός:
    стеклянная (древесная) \масса πολτός γυαλιού (ξύλου).

    Русско-новогреческий словарь > масса

  • 16 уйма

    у́йма
    ж разг τό πλήθος, ὁ σωρός:
    \уйма народа πλήθος κόσμου· \уйма ошибок πλήθος σφάλματα· \уйма дел ἕνα σωρό δουλειές.

    Русско-новогреческий словарь > уйма

  • 17 клубок

    -бка α. κουβάρι•

    разматывать ξετυλίγω το κουβάρι.

    -ом σαν κουβάρι•

    кошка свернулась -ом η γάτα μαζεύτηκε κουβάρι.

    || πλήθος περιπλεγμένο, ανακατεμένο•

    противоречий πλήθος ανεπίλυτων αντιθέσεων•

    клубок событий πλήθος αξεδιάλυτων γεγονότων.

    εκφρ.
    клубок в горле (стоит, застрял, подступил, подкатил(ся) – μου στάθηκε κόμπος ή σπασμός στο λαιμό.

    Большой русско-греческий словарь > клубок

  • 18 тьма

    θ.
    1. σκοτάδι, σκότος•

    тьма ночи το σκοτάδι της νύχτας•

    погрузиться во тьму βυθίζομαι στο σκοτάδι•

    во тьме στο σκοτάδι•

    нависла тьма έπεσε το σκοτάδι.

    2. αμάθεια, αμορφωσιά, καθυστέρηση•

    ученье тьма свет, а неученье тьма - η μάθηση είναι φως, η αμάθεια είναι σκοτάδι.

    θ. παλ. δέκα χιλιάδες. || πλήθος, σωρεία•

    тьма народу πλήθος λαού•

    тьма дел σωρεία υποθέσεων.

    εκφρ.
    тьма (тьмы) тема)παλ. εκατό χιλιάδες, β) τεράστια ποσότητα•
    тьма тьмушая – (απλ.) πλήθος, σωρεία, σωρός•
    у меня знакомых —тьмущая – έχω ένα σωρό γνωστούς.

    Большой русско-греческий словарь > тьма

  • 19 Number

    subs.
    P. and V. ριθμος, ὁ, ρίθμημα, τό.
    Crowd, multitude: P. and V. πλῆθος, τό, ὅμιλος, ὁ, ὄχλος, ὁ, V. ἀνδροπλήθεια, ἡ.
    Of things: P. and V. πλῆθος, τό, ὄχλος, ὁ.
    Things have been done by them so great in importance and so many in number: P. τοιαῦτα αὐτοῖς τὸ μέγεθος καὶ τοσαῦτα τὸ πλῆθος εἴργασται (Lys. 120).
    In numbers, ( to surpass) in numbers: P. and V. πλήθει.
    To the number of: P. and V. εἰς (acc.).
    He was travelling with small numbers: V. ἐχώρει βαιός (Soph., O.R. 750).
    Equal in number, adj.: P. ἰσοπληθής, ἰσάριθμος.
    Numbers, poetry: P. and V. νόμος, ὁ, or pl.; see Song.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ριθμεῖν, διαριθμεῖν (mid. in P.), P. ἐξαριθμεῖν, V. πεμπάζειν.
    Calculate: P. and V. λογίζεσθαι.
    Number among: P. and V. καταριθμεῖν (ἐν, dat. or μετ, gen.).
    So numbered among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), V. ριθμεῖσθαι (gen. or ἐν, dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Number

  • 20 масса

    масса ж 1) в разн. знач. η μάζα· народные \массаы οι λαϊκές μάζες 2) (множество) το πλήθος* \масса народу πολύς κόσμος, τα πλήθη
    * * *
    ж
    1) в разн. знач. η μάζα

    наро́дные ма́ссы — οι λαϊκές μάζες

    2) ( множество) πλήθος

    ма́сса наро́ду — πολύς κόσμος, τα πλήθη

    Русско-греческий словарь > масса

См. также в других словарях:

  • πλῆθος — great number neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το ους, μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»