-
41 вылепить
-плго, -питьρ.σ.μ.πλάθω, διαπλάθω, διαμορφώνω, φτιάχνω. -
42 налепить
-еплю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налепленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. επικολλώ.2. (με σημ. ποσοτική) πλάθω. -
43 нафантазировать
-рую, -руешь ρ.σ.μ., πλάθω με τη φαντασία• φαντασιοκοπώ. -
44 развалять
ρ.σ.μ.1. σκορπώ, -ίζω•развалять навоз из куч на поле σκορπίζω την κόπρο από τους σωρούς στο χωράφι.
2. πλάθω το ζυμάρι.ξαπλώνω, το πιάνω ξάπλα, τεμπελιάζω. -
45 устроить
устрою, устроишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устроенный, βρ: -роен, -а, -оρ.σ.μ.1. χτίζω• ιδρύω•устроить школу χτίζω σχολείο.
2. κατασκευάζω, συναπαρτίζω. || μτφ. δημιουργώ, πλάθω, φτιάχνω.3. οργανώνω, συγκροτώ, συνιστώ, συστήνω•устроить выставку οργανώνω έκθεση•
устроить концерт οργανώνω συναυλία•
устроить спектакль συστήνω θέαμα.
|| στήνω•устроить засаду στήνω ενέδρα.
4. διευθετώ, τακτοποιώ• κανονίζω•ρυθμίζω•устроить свою комнату τακτοποιώ το δωμάτιο μου•
устроить свой дела τακτοποιώ τις υποθέσεις μου.
|| δημιουργώ•устроить скандал δημιουργώ σκάνταλο•
устроить сцену δημιουργώ σκηνή•
устроить неприятности δημιουργώ δυσάρεστα (δυσάρεστες πράξεις).
|| βάζω•устроить племянника на работу τακτοποιώ τον ανεψιό σε δουλειά•
устроить больного в санаторию βάζω τον άρρωστο στο σανατόριο.
|| εξασφαλίζω, παρέχω.5. ικανοποιώ•это меня вполне -иг αυτό με ικανοποεί πλήρως.
1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι• κανονίζομαι•их жизнь ещё не -лась η ζωή τους ακόμα δεν έστρωσε•
дело -ится η υπόθεση θα τακτοποιηθεί.
2. βολεύομαι•устроить спать на диване βολεύομαι για ύπνο στο ντιβάνι.
|| τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι (σε δουλειά)• διορίζομαι•он -лся на службе αυτός έπιασε υπηρεσία (διορίστηκε σε υπηρεσία)•
устроить на работу πιάνωδούλειά.
-
46 формировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. формированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• σχηματίζω, δίνω σχήμα, μορφή, διαμορφώνω, διαπλάσσω• πλάθω, φορμάρω•формировать произведение δίνω μορφή στο έργο•
формировать снова ανασχηματίζω•
суровая жизнь -рует сильные характеры η σκληρή ζωή διαμορφώνει ισχυρούς χαρακτήρες.
2. δημιουργώ, φτιάχνω, συγκροτώ•формировать правительство σχηματίζω κυβέρνηση•
формировать дивизию συγκροτώ μεραρχία.
1. σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι.2. δημιουργούμαι, συγκροτούμαι. -
47 πελάζω
A (anap.), S.Ph. 1150 (lyr., codd.), OC 1060 (lyr.), El. 497 (lyr.): [tense] aor. (lyr.) ; [dialect] Ep.πέλασα Il.12.194
; [dialect] Ep. and Lyr.ἐπέλασσα 21.93
,πέλασσα 13.1
, Pi.P.4.227 :—[voice] Med., [tense] aor. opt. (trans.)πελασαίατο Il.17.341
; inf.πελάσασθαι Emp.133
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπελάσθην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πέλασθεν Il.12.420
, inf.πελασθῆναι S.OT 213
(lyr.) ; [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass. ,ἔπληντο Il.4.449
, etc.,πλῆτο 14.438
, πλῆντο ib. 468 ; later ἐπλάθην [pron. full] [ᾱ] A.Pr. 897 (lyr.), E. Tr. 203(lyr.), etc.: [tense] pf. [voice] Pass.πέπλημαι AP5.46
(Rufin.) ; [ per.] 3pl.πεπλήαται Semon.31
A (fort. πεπλέαται) ; part.πεπλημένος Od.12.108
; cf. πελάω, πελάθω, πλάθω : ([etym.] πέλας):A intr., approach, draw near, c. dat.,πέλασεν νήεσσι Il.12.112
;ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ Od.12.41
;ἐὸν.. ἐόντι πελάζει Parm.8.25
; τούτοις σὺ μὴ π. A.Pr. 807, cf. S.Ph. 301, etc.: rarely in Prose,π. πολεμίοισι Hdt.9.74
;θηρίοις X.Cyr.1.4.7
, cf. 3.2.10, An.4.2.3 ;τῷ φθινοπώρῳ Hp.Prog.24
: prov., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει like draws to like , Pl. Smp. 195b.2 less freq. c. gen., ἐπὴν [ ἡ γυνὴ] τόκου π. Hp.Mul. 1.34 ; πάρα.. πελάσαι φάος.. νεῶν light may come near the ships, S. Aj. 709 (lyr.) ;εἴρξω πελάζειν [σῆς πάτρας] Id.Ph. 1407
(but σῆς πάτρας shd. be deleted) ;π. πηγῆς Call.Ap.88
(nisi leg. πηγῇσι); π. τῆς πόλεως Th.2.77
, Plb.21.6.3 ; alsoμὴ πελάσητ' ὄμματος ἐγγύς E.Med. 101
(anap.).3 with a Prep., πρὸς τοῖχον π. Hes.Op. 732 ;ἐς τὸν ἀριθμόν Hdt.2.19
; [ τὸ ὕδωρ] ἐς τὸ θερμὸν π. gets hotter, Id.4.181 ;ἐς τούσδε τόπους S.OC 1761
(anap.) ; εἰς ὄψιν, ἐς σὸν βλέφαρον, E.IT 1212, El. 1332 (anap.) ; ;πρὸς ἀλλήλας Plu.2.564b
.4 c. acc. loci,δῶμα πελάζει E.Andr. 1167
(anap.) ; elsewh. dub., S.OC 1060 (fort. εἰς νομόν), Ph. 1150 (but φυγᾷ μ' οὐκέτι.. πελᾶτ' shd. be taken in trans. sense, will no more draw me after you).5 abs., X.Cyr.7.1.48.B causal, only in Poets, bring near or to, freq. in Hom. (Hes. only Op. 431), both of persons and things, [νέας] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Od.3.291
, cf. 300 ;με.. γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα 14.315
; ;π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Il.24.154
, cf. 2.744, etc.; Ζεὺς.. Ἕκτορα νηυσὶ π. let him approach the ships, 13.1 ; νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον brought the string up to his breast, etc., of one drawing a bow, 4.123 ; ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, in swimming, Od.14.350 ; πάντας.. πέλασε χθονί brought them to earth, Il.8.277 ;οὔδει τινὰ πελάσσαι 23.719
, etc.; ; βόας ζεύγλᾳ π. Pi.P.4.227 ; δεσμοῖς τινὰ π. A.Pr. 155 (anap.) ;βρόχῳ δέρην E.Alc. 230
(lyr.) ; μὴ πέλαζε μητρί (sc. τέκνα) Id.Med.91 ;κορώνῃ νευρειήν Theoc.25.212
; ἐπεί ἐπέλασσέ γε δαίμων brought [ him so far], Il.15.418, cf. 21.93 ; γόμφοισιν πελάσας [ γύην] when he has fixed [ the plough-tree to the pole] with nails, Hes.Op. 431 : metaph., ἑ.. κακῇς ὀδύνῃσι π. bring him into pain, Il.5.766 ; ἐμὲ.. κράτει πέλασον endue me with might, Pi. O.1.78 ; Βορέᾳ σῶμα π. exposing it.., Ar.Av. 1399 (anap.) ; ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσσας (sc. αὐτό) having made it firm as adamant, Orac. ap. Hdt.7.141.2 folld. by a Prep.,με.. νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί Od. 7.254
; , cf. 424 ; alsoδεῦρο π. τινά 5.111
;οὖδάσδε πελάζειν τινά 10.440
.3 [voice] Med., bring near to oneself, οὐκ ἔστιν πελάσασθαι ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.l.c.C [voice] Pass., like the intr. [voice] Act., come nigh, approach, etc., c. dat.,ἀσπίδες.. ἔπληντ' ἀλλήλῃσι Il.4.449
; πλῆτο χθονί he came near (i. e. sank to) earth, 14.438 ; οὔδεϊ πλῆντο ib. 468 ;σκοπέλῳ πεπλημένος Od. 12.108
: abs., ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν (sc. τείχει) Il.12.420, cf. A.Th. 144 (lyr.).2 rarely c. gen.,Χρύσης πελασθεὶς φύλακος S.Ph. 1327
.3 folld. by a Prep.,πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν Id.OT 213
(lyr.).II approach or wed, of a woman,μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ A.Pr. 897
(lyr.), cf. E.Andr.25 ; v. supr. A. 11. -
48 brasser
1) ανακατεύω2) ζυμώνω3) πλάθω -
49 fashion
1) διαμορφώνω2) μόδα3) πλάθω4) σχηματίζω -
50 sculpt
1) λαξεύω2) πλάθω
См. также в других словарях:
πλάθω — πλάθω, έπλασα βλ. πίν. 37 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλάθω — πλά̱θω , πλάθω approach pres subj act 1st sg πλά̱θω , πλάθω approach pres ind act 1st sg πλά̱θω , πλήθω to be full pres subj act 1st sg (doric) πλά̱θω , πλήθω to be full pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάθω — (I) Α (ποιητ. τ.) (το ένεργ και μέσ.) πλάζομαι προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλᾱ τής λ. πέλας* (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. παρακμ. πέ πλη μαι, παθ. αόρ. ἐ πλά θην) και… … Dictionary of Greek
πλάθω — έπλασα, πλάστηκα, πλασμένος 1. δουλεύω μαλακιά ύλη για να της δώσω μορφή: Οι αγρότισσες πλάθουν μεγάλα ψωμιά. 2. δίνω μορφή, δημιουργώ: Πλάθει κι αυτός από δικό του χώμα λογιώνε ξωτικά. 3. δημιουργώ κάτι με τη φαντασία μου: Έπλαθε χίλια ψέματα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek
πλάθουσ' — πλά̱θουσα , πλάθω approach pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) πλά̱θουσι , πλάθω approach pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλά̱θουσι , πλάθω approach pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πλά̱θουσαι … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek
κηροπλαστώ — κηροπλαστῶ έω (Α) [κηροπλάστης] 1. πλάθω κάτι με κερί 2. πλάθω σαν με κερί 3. μτφ. πλάθω, δημιουργώ 4. (για μέλισσα) κατασκευάζω κηρήθρα … Dictionary of Greek
περιπλάσσω — και αττ. τ. περιπλάττω Α 1. πλάθω κάτι γύρω από κάτι άλλο, τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, προσκολλώ («οἱ πλάττοντες ἐκ πηλοῡ ζῷον ὑφιστᾱσι τῶν στερεών τι σωμάτων, εἶθ οὕτω περιπλάττουσιν», Αριστοτ.) 2. μτφ. μεταβάλλω («περιπλάσσειν τι χρηστοῑς … Dictionary of Greek
μεταπλάθω — και ματαπλάθω και μεταπλάττω και μεταπλάσσω (ΑΜ μεταπλάττω, Α και μεταπλάσσω, Μ μέσ. και μεταπλάζομαι) πλάθω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω ή μετασχηματίζω κάτι, μετατρέπω κάτι πλάθοντάς το («μηδέν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
πλάσιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλάθω, η πλάση, η διαμόρφωση 2. (ιδίως για ψωμί ή για γλυκίσματα) ο τελικός σχηματισμός 3. (ειδικά) το άνοιγμα φύλλων πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλασ τού αορ. έ πλασ α τού πλάθω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψιμο)] … Dictionary of Greek