-
1 γεμιζω
1) нагружать(ὁλκάδα κληματίδων Thuc.; πλοῖα χρημάτων Xen.; ναῦν ξύλων Dem. и στρατιωτῶν Polyb.; ἥ ναῦς γεγεμισμένη Dem.)
μέλισσαι γεμισθεῖσαι Arst. — нагруженные (добычей) пчелы2) наполнять(λέβητας σποδοῦ Aesch.)
γεμισθεὴς ποτὴ σέλμα γαστρὸς ἄκρας Eur. — наевшийся до отвала;οἶνον ὑπὸ φρένα γεμισθείς Anth. — полный мыслей о вине -
2 χρημα
- ατος τό [χράομαι I]1) вещь, предмет или дело (в переводе часто опускается или заменяется местоимением указательным или неопределенным, конкретным существительным и т.п.)σπουδαῖον χ. HH. — серьезное дело, важный вопрос;
εἴ τοι χ. ἄλλο γένοιτο Hes. — если с тобой что-л. случится, πρῶτον χρημάτων πάντων Her. прежде всех (других) дел, прежде всего;κινεῖν πᾶν χ. Her. — пустить в ход все;δεινὸν χ. ποιεῖσθαί τι Her. — считать нечто ужасным;κοῖόν τι χ. ἐποίησας ; Her. — что ты наделал?;ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν τινά Her. — посылать кого-л. без определенной цели;τί χ. ; Trag., Plat. — что такое?, что именно?;ὑὸς χ. μέγιστον Her. — громаднейший кабан;ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Her. — буря была невыносимая;τὸ χ. τῶν νυκτῶν ὅσον ἀπέραντον! Arph. — что за нескончаемые ночи!;χ. θηλειῶν Eur. — женский пол, женщины;σοφόν τοι χρῆμ΄ ὥνθρωπος! Theocr. — ну и умное же создание - человек!;χ. θαυμαστὸν γυναικός Plut. — удивительная женщина;σμικρὸν τὸ χ. τοῦ βίου Eur. — жизнь - штука (вещь) короткая2) в знач. множество, массаχ. πολλὸν νεῶν Her. — множество кораблей;
ὅσον τὸ χ. ἦλθε! Arph. — что за огромная толпа прибыла!;σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. Xen. — несметное множество пращников3) pl. материальные блага, имущество, добро(χρήματα πατρώϊα Hom. и πατρῷα Aesch.; σκεύη καὴ χρήματα Thuc.; τρόβατα καὴ ἄλλα χρήματα Xen.; χρήματα καὴ κτήματα Isocr.)
οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες NT. — имущие, богачи;χρημάτων πένης Eur. — неимущий, бедный;χρημάτων κρείσσων или ἄδωρος Thuc. — бескорыстный, неподкупный4) преимущ. pl. деньги, средстваεἴρετο ἐπὴ κόσῳ ἂν χρήματι …οἱ δὲ ἐπ΄ οὐδενὴ ἔφασαν Her. — он спросил, за сколько денег …;
— они же ответили, что ни за какие деньги;ζημιοῦσθαι χρήμασι Plat. — подвергаться денежному штрафу;μήτε χρημάτων φειδόμενος μήτε πόνων Plat. — не щадя ни средств, ни трудов5) pl. товар(ы)(χρήματα ἐμπόρων Thuc.; τὰ χρήματα εἰς τὰ πλοῖα ἐνθέσθαι Xen.)
6) pl. долги(τὰ χρήματα διαλῦσαι Dem.)
7) pl. подати, налоги(χρημάτων εἰσφορά Plat.)
-
3 γεμω
1) быть нагруженным(πλοῖα γέμοντα Xen.; χρημάτων Thuc.)
γεμούσης τῆς νεός Her. — так как корабль был (чрезмерно) нагружен2) быть полным, переполненным, изобиловать(κῶμαι πολλῶν καὴ ἀγαθῶν γέμουσαι Xen.; λιμέν ἔγεμε πλοίων Plat.; σίτου γέμουσα πόλις Polyb.)
γ. παντοδαπῶν νοσημάτων Plut. — страдать всяческими болезнями3) быть преисполненным(τῆς ἀληθείας Aesch.; θυμιαμάτων καὴ στεναγμάτων Soph.; ἐλπίδων Plat.; μεταμελείας Arst.)
-
4 ινα
I1) тамἵ. σφιν ἐπέφραδον ἠγερέεσθαι Hom. — там велел я им собраться
2) (относит.) гдеλιμέν εὔορμος, ἵν΄ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν Hom. — удобная бухта, где нет надобности в причале;
ἐνταῦθ΄ ἐμέν (= ἐσμέν), ἵν΄ οὐκ ἔτ΄ ὀκνεῖν καιρός Soph. — мы в таком положении, в котором (= что) медлить нельзя;ἐν ἀγορᾷ, ἵ. ὑμῶν πολλοὴ ἀκηκόασι Plat. — на площади, где многие из вас слышали (меня);ἵ. αὐτὸς ἔφρασε τῆς χώρης Her. — (там), где он сам указал;οὐχ ὁρᾷς ἵν΄ εἶ κακοῦ ; Soph. — разве ты не видишь, в какой ты беде?3) (относит.) кудаἐνὴ δήμῳ, ἵν΄ οἴχεται Hom. — среди народа (= страны), куда он ушел;
ἵν΄ οὐ πυρὸς ἵξετ΄ ἀϋτμή Hom. — куда не проникнет копоть от огня;ὁρᾷς, ἵν΄ ἥκεις ; Soph. — видишь, до чего ты дошел?4) (относит.) когдаγάμος σχεδόν ἐστιν, ἵ. χρέ καλὰ (sc. εἵματα) ἕννυσθαι Hom. — близка свадьба, когда нужно красиво нарядиться
IIconj.1) чтобы, (для того) чтобы, с целью:(1) (с impf. и aor. ind. для выраж. нереальности) σὲ ἐχρῆν ἡμῖν συγχωρεῖν, ἵ. συνουσία ἐγίγνετο Plat. тебе следовало нам уступить, чтобы получилась беседа(2) (с conjct. - при главном времени в главном предложении) imper., conjct., impf., aor. (= pf.) или opt. с ἄν См. ανἐς πεδίον καταβῆναι, ἵν΄ ὅρκια πιστὰ τάμητε Hom. — выйти в поле, чтобы вам заключить (с данайцами) твердый договор;
(τὰ πλοῖα) Ἀβροκόμας κατέκαυσεν, ἵ. μέ Κῦρος διαβῇ Xen. — Аброком сжег суда, чтобы Кир не переправился (через реку);εἴπω τι κἄλλ΄ (= καί τι ἄλλο), ἵν΄ ὀργίζῃ πλέον Soph. — сказать мне еще что-л., чтобы ты (еще) больше разгневался?;οὔτε χρημάτων ἕνεκα ἔπραξα ταῦτα, ἵ. πλούσιος ἐκ πένητος γένωμαι Lys. — я сделал это не из-за денег, чтобы из бедняка стать богачем;ἐπίτηδές σε οὔκ ἤγειρον, ἵ. ὡς ἥδιστα διάγῃς Plat. — я умышленно не будил тебя, чтобы ты провел время как можно приятнее;οὐκ ἂν δή μοι ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε τάχιστα, ἵ. πρήσσωμεν ὁδοῖο ; Hom. — так вы и не поспешите приготовить мне повозку, чтобы (мог я свой) путь совершить?;ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵ. γένηται ὡς ὅ διδάσκαλος αὐτοῦ NT. — с ученика довольно, если он станет таким, как его учитель;μέ κρίνετε ἵ. μέ κριθῆτε NT. — не судите, да не судимы будете(3) (с opt. - при impf., aor., praes. hist. и opt. с ἄν, реже при главном времени в главном предложении)Μένων δῆλος ἦν ἐπιθυμῶν τιμᾶσθαι, ἵ. πλείω κερδαίνοι Xen. — Менон явно стремился к почестям, чтобы больше наживать;
ἢ οὐκ ἐπιστάμεθα ὅτι βασιλεὺς ἡμᾶς ἀπολέσαι ἂν περὴ παντὸς ποιήσαιτο, ἵ. καὴ τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι φόβος εἴη στρατεύειν Xen. — разве мы не знаем, что (персидский) царь дорого бы дал за нашу гибель, чтобы другие треки побоялись воевать (против него)?ἵ. καθ΄ ὑπόθεσιν καὴ συγώρήσῃ Sext. — если бы это было допущено хотя бы в виде предположения
3) (с fut. ind.)ἵ. μέ εἶς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς φυσιοῦσθε κατὰ τοῦ ἑτέρου NT. — чтобы вам не превозноситься друг перед другом
4) так что, вследствие чегоἦν παρακεκαλλυμένον ἀπ΄ αὐτῶν, ἵ. μέ αἴσθωνται αὐτό NT. — (это слово) было сокрыто от них, а потому они не поняли его
5) чтоκαὴ πόθεν μοι τοῦτο, ἵ. ἔλθῃ πρὸς ἐμή ; NT. — как случилось, что она пришла ко мне?
ἵ. (δέ) τί ; Arph., Plat.; — к чему?, для чего?, зачем?;
ἵ. τί τοῦτο λέγεις ; Plat. — зачем ты это говоришь?;ἵν΄ εἰδῇς Soph. — (так и) знай, имей в виду;οὐδ΄ ἄλλαις πολλαῖς, - ἵ. μέ εἴπω ὅτι οὐδεμιᾷ Plut. — (этого) нет (и) во многих других случаях, - чтобы не сказать ни в одном
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
εποκέλλω — ἐποκέλλω (Α) 1. σπρώχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῑα τετιμημένα χρημάτων», Θουκ.) 2. (αμτβ.) (για πλοία) εξοκέλλω, καθίζω («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῡ Πρωτεσιλάου», Θουκ.) 3. εισέρχομαι, εισπλέω («ταύτας δὲ… … Dictionary of Greek
γέμω — (AM γέμω) είμαι γεμάτος από κάτι ή φορτωμένος με κάτι (α. «γέμουν τα δώματα λαό», Ερωτόκρ. β. «γεμούσης τῆς νεώς», Ξεν. γ. «πλοῑα γέμοντα χρημάτων», Θουκ. δ. «γέμω ἐξ ἁρπαγῆς», ΚΔ ε. «γέμουσι μέθης καὶ φόνου», Α. Κάλβος) μσν. νεοελλ. γεμίζω κάτι… … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek
Άρπαλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Πατέρας του Κάλα, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θείος του Α. του νεότερου. 2. Α. ο νεότερος (;354 – 323 π.Χ.). Γιος του Μαχάτα, απόγονου του ήρωα Ελίμου. Παιδικός φίλος… … Dictionary of Greek
Ισαάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Ι. Κομνηνός (11ος αι.). Στρατηγός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δευτερότοκος γιος του Ιωάννη Κομνηνού και αδελφός του αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού. Όταν ο σουλτάνος Αλπ Αρσλάν… … Dictionary of Greek