-
1 θρονος
ὅ1) высокое сидение, седалище, кресло(κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.)
2) тж. pl. трон, престол(βασιλήϊος Her.; Διὸς Aesch.; τοῦ Πλούτωνος Arph.)
Ἄρτεμις, ἃ θρόνον εὐκλέα θάσσει Soph. — Артемида, которая восседает на славном престоле3) перен., преимущ. pl. престол, царская властьθρόνοι μονόσκηπτροι Aesch. — самодержавная власть;
κράτη θρόνων Soph. — царские повеления;(ἥ γῆ), ἧς ἐγὼ κράτη τε καὴ θρόνους νέμω Soph. — страна, полная власть над которой принадлежит мне4) (тж. μαντικοὴ θρόνοι Aesch.) седалище прорицателя(ἀψευδής Eur.)
5) кресло учителя, кафедра(Ἱππίας ὅ Ἠλεῖος, ὅ ἐν θρόνῳ καθήμενος Plat.)
6) судейское кресло Plut.7) местопребывание, средоточие(ὅ θ. ὅ ἐν τῇ ψυχῇ Plat.; φρενὸς θ. Aesch.)
-
2 πορος
ὅ1) место переправы, переправа, перевоз(Ἀλφειοῖο Hom.)
Πλούτωνος π. Aesch. = Στύξ ; ὅ π. τῆς διαβάσιος Her. — место переправы;πόρον οὐ διαβὰς ποταμοῖο Aesch. — не переправившись через реку2) пролив Hes., Aesch.π. Ἕλλης Arph. = Ἑλλήσποντος
3) море ( как проход или путь)(Ἰόνιος π. Pind.; Εὔξεινος π. Eur.)
4) поэт. течениеῥυτοὴ πόροι Aesch. — текучая вода;
πόροι ἁλός Hom. и ἐνάλιοι πόροι Aesch. — морские течения, т.е. моря;π. Σκαμάνδρου Aesch. — река Скамандр;βίου π. Pind. — течение (река) жизни5) искусственная переправа, мостλύειν τὸν πόρον Her. — разрушить мост
6) дорога, путь(οἰωνῶν Aesch.)
πορφυρόστρωτος π. Aesch. — устланный пурпуром путь;Διὸς πραπίδων πόροι Aesch. — пути Зевсовых мыслей7) анат. канал, пора(πόροι σπερματικοί Arst.)
τροφῆς π. Arst. — пищевод8) выход, способ, средство(πόρον τινὸς ἀνευρεῖν Her.; π. ἐξ ἀμηχάνων Aesch.; π. κακῶν Eur.)
πόροι πρὸς τὸ πολεμεῖν Xen. — способы (успешного) ведения войны;περὴ ἱματίων τίς π. ἔσται ; Arph. — каким способом раздобыть одежды?;τίν΄ ἀπορῶν εὕρω πόρον ; Eur. — как бы найти мне выход из безвыходного положения?9) доход, поступление, средства к жизниπ. и πόροι προσόδων или χρημάτων Xen., Dem. — денежные средства;
πόροι ἢ περὴ προσόδων — доходы или о поступлениях ( название сочинения Ксенофонта)10) поездка, путешествиеμακρᾶς κελεύθου π. Aesch. — далекое путешествие, дальний путь
См. также в других словарях:
Πλούτωνος — Πλούτων Pluto masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hades — For other uses, see Hades (disambiguation). Hades … Wikipedia
Hades — Para otros usos de este término, véase Hades (desambiguación). Busto de Hades. Copia romana en mármol de un original griego del siglo V a. C.; el manto oscuro es un añadido moderno (Museo Nacional Romano). En la mitología griega Hades… … Wikipedia Español
Canóbvs — CANÓBVS, oder, welches einerley ist, Canopus. i, Gr. Κάνωβος, oder Κάνωπος, ου, des Menelaus Steuermann, als solcher von Troja zurück gieng, der aber in Aegypten von einer Otter gebissen wurde, daß er starb, worauf ihn Menelaus daselbst begraben… … Gründliches mythologisches Lexikon
ADRUMETUM — Africae propriae urbs, in ora maris Mediterranei, vide Africa. Sallustius in Iugurtha c. 19. ubi de Phoenicum coloniis in Africa; Adrumetum, Loptim, aliasque urbes in ora maritima condidêre. Straboni l. 7. est Α᾿δρύμη. Stephano Α᾿δρύμης.… … Hofmann J. Lexicon universale
OPIFICES — sub Minervae olim patrocinio fuêre: Ovid. Fastor. l. 3. v. 833. Namque Mille Dea est operum. Hinc de illa sic Isidorus: Minervam Gentiles multis ingeniis praedicant: hanc enim primam lanificii usum monstrâsse, hanc etiam telam ordisse et… … Hofmann J. Lexicon universale
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
Σάραπις — και μτγν. τ. Σέραπις, ιδος, ὁ, Α 1. θεότητα που συνδύαζε στοιχεία αιγυπτιακών και ελληνικών θεών, δηλαδή τού αιγυπτιακού θεού Οσίριδος Άπιδος και τού ελληνικού Πλούτωνος, στην αρχή, και τού Διός, τού Άμμωνος, τού Ασκληπιού, τού Διονύσου, τού… … Dictionary of Greek
εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… … Dictionary of Greek
ισοδαίτης — ἰσοδαίτης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου και τού Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με ισότητα προς όλους 2. ονομασία ενός δαίμονα 3. αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το κρέας στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δαίτης (< δαίομαι… … Dictionary of Greek
κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… … Dictionary of Greek