-
1 длина
το μήκ/οςв - у στο -, σε -- вылета (напр. струи воды) βεληνεκές -, η ακτίνα-камеры сгорания (ркт.) - του θαλάμου καύσηςразрывная - θραύσης, το μέγιστο μήκος αναρτημένου σύρματοςίνας κ.λπ. στο οποίο το σύρμα δεν κόβεται κάτω από το ίδιο βάρος- судна полная ολικό/μέγιστο - του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длина
-
2 свидетельство
1. (подтверждение чего-л. очевидцем или осведомлённым лицом) η απόδειξη, η μαρτυρία 2. (вещь, факт, обстоятельство, удостоверяющие что-л.) το αποδεικτικότο πιστοποιητικό3. (дача свидетельских показаний на суде) η κατάθεση 4.(присутствие при чем-л. для официального удостоверения подлинности чего-л.) η μαρτυρία 5. (освидетельствование) η πιστοποίηση 6. (удостоверение) το πιστοποι-ητικ/ό, η επιβεβαίωση, η απόδειξηвкладное (банк.) - περί ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζαдепозитное см. вкладное -долговое - фин. η ομολογία χρέουςмерительное мор. - της καταμέτρησης- об отсутствии на судне военной контрабанды η βεβαίωση ότι το μεταφερόμενο φορτίο δεν αποτελεί λαθρεμπόριο πολέμου- ζημιών- αβαρίας- о сдаче судна в тайм-чартер и приёмке из тайм-чартера - παράδοσης του πλοίου στη χρονοναύλωση και επανα-παράδοσης του πλοίου από τη χρονοναύλωσηрегистровое мор. - νηολόγησης του πλοίουсохранное - см. вкладное -страховое - см. - о страховании судовое - мор. η βεβαίωση εθνικότητας του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельство
-
3 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
4 батокс
1. (линии на теоретическом чертеже судна) οι γραμμές της διαμήκου κατακόρυφου τομής του πλοίου 2. (часть судна) τα εκατέρωθεν καμπύλα μέρη της πρύμνης του πλοίου, οι γλουτοί (του πλοίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > батокс
-
5 кран
1. (трубная арматура) о κρουν/ός, η βρύσηприсоединять - к трубопроводу αρμόζω/συνδέω τον - ό στο δίκτυοпожарный - πυροσβεστικός -, ο υδροδότης2. (механизм для захватывания, подъема и перемещения тяжестей) о γε-ραν/ός, το βαρούλκοколонна - а ο ιστός/το στήριγμα - ούзагрузочный мет. - φόρτωσηςпонтонный - σε φορτηγίδα/ποντόνιстационарный поворотный палубный мор. - μόνιμος περιστρεφόμενος - καταστρώματοςсудовой палубный мор. - του καταστρώματος (πλοίου)3. (рукоятка экстренного торможения) о μοχλός της άμεσης πέδης(ανάγκης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кран
-
6 набор
1. (комплект) το σύνολο, η συλλογήτο σετ (ξεν.)шрифтовый - των γραμμάτων/στοιχείων2. (тлф.) η κλίση 3. мат. η συλλογή 4. полигр. η στοιχειοθέτηση 5. (корпуса судна) οι ενισχύσειςτα ενισχυτικά (του πλοίου)- корпуса судна продольный το διάμηκες σύστημα ενίσχυσης (του πλοίου) б.(высоты) ав. η άνοδος, η αναρρίχηση7. (скорости) (ав., авто) η αύξηση (της ταχύτητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набор
-
7 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
8 судовой
судов||ойприл τοῦ πλοίου:\судовой журнал τό ἡμερολόγιο πλοίου· \судовойые документы τά ναυτιλιακά ἔγγραφα· \судовойая команда τό πλήρωμα πλοίου. -
9 ахтерпик
мор. 1. (отсек) το ακραίο πρυμναίο διαμέρισμα του πλοίου 2. (танк) η πρυμναία δεξαμενή ζυγοστάθμισης, разг. το άχτερπικ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ахтерпик
-
10 валопровод
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валопровод
-
11 вдоль
1. (в длину) κατά μήκος 2. мор. (лагом) κατά μήκος του πλοίουπλευρικά, στα πλευρά του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вдоль
-
12 дрейф
(отклонение от курса судна) η παρέκκλιση/εκτροπή του πλοίου από την πορεία του (λόγω ρεύματος, κύματος ή ανέμου)судно лежит на - е το πλοίο είναι ακινητοποιημένο/δεν μπορεί να κινηθείРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дрейф
-
13 марка
το σήμα, το έμβλημα, η μάρκα, το ένσημοгрузовая мор. - η γραμμή φόρτωσης (του πλοίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > марка
-
14 осадка
1. (грунта) η καθίζηση 2. (операция кузнечно-прессового производства) η συμπιεστική εξόγκωση 3. мор. το βύθισμα (του πλοίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осадка
-
15 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
16 радиостанция
ο ραδιοφωνικός σταθμόςбортовая ав. - του αεροσκάφουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиостанция
-
17 разгрузка
1. (опорожнение) η εκφόρ-τωσ/η, το ξεφόρτωμα, το άδειασμα *во время - и στην διάρκεια της - ηςпричал для - и κρηπίδωμα/αποβάθρα για -2. (уменьшение нагрузки) η μείωση (του φορτίου) 3. (вываливание, сваливание) η απόθεση, η εναπόθεση. - в отвал - στη χωματερήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разгрузка
-
18 свободно
ελεύθεραελευθέρως- на борту мор. - επί του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свободно
-
19 список
(перечень) о κατάλογ/οςо πίνακας, το ευρετήριοбыть в - ке είμαι/βρίσκομαι στον - οпроверять - ελέγχω/τσεκάρω τον - οсогласовать - εγκρίνω/συμφωνώ τον - οтитульные - ки стр. - κτηρίων γενικής επισκευήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > список
-
20 франко
ελεύθεροςαπαλλαγμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > франко
См. также в других словарях:
πλοίου — πλοί̱ου , πλοῖον floating vessel neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ακρόπρωρο — Προτομή ανθρώπου, ζώου ή άλλη γλυπτή παράσταση που τοποθετούσαν από την αρχαιότητα στην πλώρη του ξύλινου πλοίου κάτω από τον πρόβολο ιστό. Χρησίμευε για τη στήριξη του προβόλου αλλά κυρίως για τον στολισμό και ως έμβλημα του πλοίου. Στους… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek
ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… … Dictionary of Greek
πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… … Dictionary of Greek