-
1 πλινθουργεω
-
2 πλινθουργος
-
3 πλινθυφης
См. также в других словарях:
σανδαρακουργείον — και σανδαρακούργιον, τὸ, Α ορυχείο εξαγωγής σανδαράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + ουργεῖον (< ουργός < ἔργον), πρβλ. πλινθ ουργεῖον / πλινθ ούργιον] … Dictionary of Greek
κηρουλκός — κηρουλκός, όν (Α) αυτός που επιφέρει καταστροφή, ολέθριος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηρο ελκός με συναίρεση < κηρο (< κήρ [Ι]) + ελκός (< έλκω), πρβλ. πλινθ ουλκός, φωτ ουλκός] … Dictionary of Greek
σιδονυφής — ές, Α υφασμένος στη Σιδώνα ή υφασμένος από Σιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σιδόνιος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] … Dictionary of Greek
σινδονυφής — ές, Α υφασμένος όπως η σινδών· [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] … Dictionary of Greek