-
1 πλησίος
πλησίος (mit πέλας, πελάζω zusammenhangend), nahe; Hom. τινός, Il. 6, 249 Od. 5, 71, u. τινί, Il. 23, 732 Od. 2, 149; als subst. der Nächste, Nachbar; oft bei Hom. ὧδε δέ τις εἴπε κεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον. – Selten bei den Attikern: χρηστηρίοις ἐν τοῖςδε πλησίοισι, Aesch. Eum. 186; ϑνήσκει πλησία τῷ νυμφίῳ, Soph. Ant. 757; παρούσης τῆςδε πλησίας ἐμοί, El. 630; πλησίους δόμους, Eur. Med. 969; πλησία σταϑεῖσα, I. A. 629. – Gew. πλησίον (dor. πλατίον), adverbial u. mit dem Artikel als adj. gebraucht, κεῖται στενωποῦ πλησίον ϑαλασσίου, Aesch. Prom. 364; τοῦ πλησίον παρόντος, Soph. El. 915 u. öfter; u. Eur., z. B. πλησίον παρῆσϑα κινδύνων ἐμοί, Or. 1159; οἱ πλησίον, Ar. Eccl. 565; τοὺς μάλιστα πλησίον ἑαυτῶν, Plat. Apol. 25 e; οὗτος παρά σοι μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν, Phaedr. 243 e; πλησίον γὰρ ἦν τοῦ δεσμωτηρίου, Phaed. 59 d; κατὰ τῶν πλησίον πετρῶν, Phaedr. 299 c; Xen. u. Folgde immer nur die adverbiale Form. – Der compar. u. superl. ist gew. πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, Xen. An. 1, 10, 5 u. öfter, u. Folgde; πλησιαιτέρω, Her. 4, 112. Auch πλησιέστερος u. πλησιέστατος kommt vor als v. l., Xen. Mem. 2, 1, 23.
-
2 πλησίος
πλησίος, nahe; subst. der Nächste, Nachbar -
3 παρα-πλήσιος
παρα-πλήσιος, gew. u. bei Her. immer 3 Endgn, bei Pol. u. Strab. 8, 6, 14 nach Kramer 2 Endgn, einer Sache nahe kommend, beinahe gleichkommend, ähnlich, τινί, ἔπαϑε παραπλήσια τούτῳ, Her. 4, 78; προςβολαὶ παραπλὴσιαι, 4, 128; τρόπῳ παραπλησίῳ τῷ καὶ Μασσαγέται, 172; ἐν τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοις ἐγένοντο, sie waren einander in der Seeschlacht gleich, d. h. keiner hatte gesiegt, 8, 16; auch superl., ἐσϑὴς τῇ Κορινϑίῃ παραπλησιωτάτη, 5, 87; ταὐτόν ἐστι σοφιστὴς καὶ ῥήτωρ ἢ ἐγγύς τι καὶ παρ., Plat. Gorg. 520 a; ἡ ἀμαϑία καὶ ἡ ἀκολασία παραπλησία τούτοις φαίνεται, Crat. 437 b; τοιαῠτα καὶ παραπλήσια, Thuc. 1, 22. 143; καὶ ὅμοια, 1, 140; auch ναυσὶ παραπλησίαις τὸν ἀριϑμόν, 7, 70; παραπλήσιον πάσχειν ὥςπερ ἄν, Isocr. 1, 27; παραπλήσιοι ἀμφοτέροις τὸ πλῆϑος, Xen. Hell. 4, 3, 15; Sp. – Adv., παραπλησίως καί, Her. 7, 119; παραπλησίως ἀγωνίζεσϑαι, mit gleichem Kriegsglück, aequo Marte, kämpfen, 1, 77; παραπλησίως χαίρουσι καὶ λυποῠνται οἱ ἀγαϑοὶ καὶ οἱ κακοί, Plat. Gorg. 498 c; τινί, Phaedr. 255 e; παρ. ἔχειν τῇ ὀργῇ πρός τινα, ὥςπερ, Isocr. 1, 21. – Compar. παραπλησιαίτερον, Plat. Pol. 275 c.
-
4 πεντα-πλήσιος
πεντα-πλήσιος, ion. statt. πενταπλάσιος.
-
5 πολλα-πλήσιος
πολλα-πλήσιος, ion. = πολλαπλάσιος.
-
6 δι-πλήσιος
δι-πλήσιος, ion. = διπλάσιος.
-
7 πεντα-πλάσιος
πεντα-πλάσιος, ion. - πλήσιος, Her. 6, 13, fünffach, Arist. pol. 2, 6 u. Folgde.
-
8 πλησιό-χωρος
πλησιό-χωρος, der Gegend nahe, angränzend, αἱ πλησιόχωροι πόλεις, Thuc. 4, 79; bei Her. stets von Personen, wie πλησίος, der Nachbar, 3, 89. 4, 30. 33. 102. 6, 108; auch τινί, 3, 97; τὸν σεαυτοῦ πλ., Ar. Vesp. 393; Plat. Legg. V, 737 c; bei Xen. Cyr. 4, 5, 35 v. l. für πρόςχωρος; ἡ πλ., sc. χώρα, Pol. b. Strab. 3, 2, 7.
-
9 πλησιαίτερος
πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, compar. u. superl. zu πλησίος, w. m. s.
-
10 πλησιέστερος
πλησιέστερος, πλησιέστατος, = πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, s πλησίος.
-
11 ἑξα-πλάσιος
ἑξα-πλάσιος, α, ον, ion. - πλήσιος, sechsfach, Her. 4, 81 u. Sp.
-
12 παραπλήσιος
παρα-πλήσιος, einer Sache nahe kommend, beinahe gleichkommend, ähnlich; ἐν τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοις ἐγένοντο, sie waren einander in der Seeschlacht gleich, d. h. keiner hatte gesiegt; παραπλησίως ἀγωνίζεσϑαι, mit gleichem Kriegsglück, aequo Marte, kämpfen -
13 πλησιόχωρος
πλησιό-χωρος, der Gegend nahe, angrenzend; von Personen, wie πλησίος, der Nachbar
См. также в других словарях:
πλησίος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήσιος — near masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αίγυπτο. Μαρτύρησε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης (305) μαζί με τους Αγάπιο, Αλέξανδρο, Τιμόλαο, Διονύσιο και Ρωμύλο. Η μνήμη τους τιμάται στις 15 Μαρτίου. * * * ία, ίον και δωρ. τ. πλάσιος,… … Dictionary of Greek
πλησίως — πλήσιος near adverbial πλήσιος near masc acc pl (doric) πλησίος adverbial πλησίος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαιτέρω — πλησίος comp πλησίος masc/neut nom/voc/acc dual πλησίος masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιώτερον — πλήσιος near adverbial comp πλήσιος near masc acc comp sg πλήσιος near neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήσιον — πλήσιος near masc acc sg πλήσιος near neut nom/voc/acc sg πλησίος indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαιτέρων — πλησίος fem gen pl πλησίος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαιτέρως — πλησίος adverbial πλησίος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαίτατον — πλησίος masc acc sg πλησίος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαίτερον — πλησίος masc acc sg πλησίος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)