-
1 πλησμονη
ἥ1) наполнение(π. καὴ κένωσις Plat.)
2) насыщение, удовлетворение(π. τινος и περί τι Plat.; τῆς σαρκός NT.)
3) пресыщение(μήτε ἔνδεια μήτε π. Plat.)
ἐς πλησμονάς Eur. — до пресыщения -
2 πλησμονή
-
3 πλησμονή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλησμονή
-
4 πλησμονή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλησμονή
-
5 πλησμονή
насыщение, удовлетворение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλησμονή
-
6 4140
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4140
См. также в других словарях:
πλησμονῇ — πλησμονή a being filled fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονή — a being filled fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονή — η, ΝΜΑ 1. (σχετικά με τροφή) κορεσμός, χόρτασμα 2. αφθονία, πληθώρα, πολύ μεγάλη ποσότητα («υπήρξε πλησμονή σφαγίων το Πάσχα στην αγορά») αρχ. τέλεια πλήρωση, γέμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ τού πίμ πλ ημι* (πρβλ. αόρ. ἔ… … Dictionary of Greek
πλησμονή — η 1. πλήθος, αφθονία. 2. κορεσμός, χορτασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλησμοναῖς — πλησμονή a being filled fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμοναί — πλησμονή a being filled fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονᾶς — πλησμονή a being filled fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονῆς — πλησμονή a being filled fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονῇσι — πλησμονή a being filled fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονῇσιν — πλησμονή a being filled fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονήν — πλησμονή a being filled fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)