-
1 πλερ-
см. πληρ\
См. также в других словарях:
φαινυλακετυλογλυκίνη — η, Ν (πλήρ. ονομ.) «Ν φαινυλακετυλογλυκίνη» (βιοχ.) άλλη ονομασία τού φαινυλακετουρικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. Ν phenylacetylglycine] … Dictionary of Greek