-
61 возместить
возместитьсов, возмещать несов (что-л. кому-л.) ἀποζημιώνω, ἀντισταθμίζω, ἀναπληρώνω:\возместить расходы ἀποζημιώνω, πληρώνω τά ἔξοδα. -
62 втридорога
втридороганареч разг:купить \втридорога ἀγοράζω πανάκριβα· платить \втридорога πληρώνω τά μαλλιά τής κεφαλής μου. -
63 выкуп
выкупм1. (действие) ὁ ἐξαγορασμός, ἡ ἐξαγόραση [-ις]·2. (плата) τά λύτρα, ἡ ἐξαγορά:вносить \выкуп πληρώνω λύτρα. -
64 выкупаться
вы́купать||сяλούζομαι, λούομαι, κάνω μπάνιο, κάνω λουτρό.IIвыкупа́тьнесов, выкупить сов1. (залог) ἐξαγοράζω, παίρνω πίσω τό ἐνέχυρο·2. (пленника) ἐξαγοράζω, πληρώνω τά λύτρα, ἀπολυτρώνω. -
65 дань
даньж1. ист. ὁ φόρος ὑποτέλειας, τό χαράτσι:взимать (платить) \дань παίρνω (πληρώνω) φόρο ὑποτελείας·2. перен:отдать \дань чему-л., кому-л. ἀποτίνω φόρο τιμής σέ κάποιον \дань уважения δείγμα σεβασμού. -
66 додавать
додаватьнесов, додать сов δίνω συμπληρωματικά / πληρώνω συμπληρωματικά (доплачивать):\додавать остальное δίνω τά ὑπόλοιπα· не \додавать чего-л. δέν τά δίνω ὀλα, δίνω ξίκικα. -
67 долг
долгм1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό. -
68 монета
монет||аж1. τό νόμισμα:звонкая \монета τά μεταλλικά νομίσματα, τά κέρματα· разменная \монета τά ψιλά χρήματα, τά ψιλά· фальшивая \монета τό κίβδηλο[ν] νόμισμα, τό κάλπικο νόμισμα· чеканить \монетау κόβω νομίσματα· ◊ принимать за чистую \монетау разг παίρνω (ἔνα πράγμα) τοις μετρητοίς, στά σοβαρά· платить той же \монетаой разг ἀνταποδίδω τά ίσα (или τά ίδια), πληρώνω κάποιον μέ τό ἰδιο νόμισμα. -
69 натура
нату́р||аж1. ἡ φύση [-ις], ὁ χαράκτηρας:он по \натурае очень добрый εἶναι ἐκ φύσεως πολύ καλός ἀνθρωπος· э́то стало У него́ второй \натураой τοῦ ἔγινε δευτέρα φύσις· пылкая \натура ὁ φλογερός χαρακτήρας·2. иск. ἡ φύση [-ις]:писать (рисовать) с \натураы ζωγραφίζω ἐκ τοῦ φυσικοῦ· ◊ платить \натураой πληρώνω σέ είδος, -
70 недоплатить
недоплатитьсов, недоплачивать несов πληρώνω λιγώτερα (ἀπ' δτι πρέπει). -
71 отвечать
отвечатьнесов1. ἀπαντῶ, ἀποκρίνομαι / ἀνταπαντώ (возражать):\отвечать урок λέω τό μάθημα· \отвечать у́стио (письменно) ἀπαντώ προφορικά (γραπτά)· \отвечать на вопрос ἀπαντῶ σέ ἐρώτηση· \отвечать на чу́в-ство ἀνταποκρίνομαι στό αίσθημα· \отвечать тем же ἀνταποδίδω τά ίδια (τά ἰσα), πληρώνω μέ τό ίδιο νόμισμα·2. (нести ответственность за что-л.) φέρνω εὐθύνη, δίνω λόγο, εὐθύνομαι:он мне ответит за это αὐτός θά μοῦ τό πληρώσει· \отвечать головой за что-л. εὐθύνομαι μέ τό κεφάλι μου· \отвечать за последствия δίνω λόγον (или εἶμαι ὑπεύθυνος) διά τά ἐπακόλουθα, εὐθύνομαι γιά τίς συνέπειες· \отвечать за κο-ιχ3-л. εὐθύνομαι γιά κάποιον3. (соответствовать) ἀνταποκρίνομαι:\отвечать требованиям ίκανοποιῶ τίς ἀπαιτήσεις, ἀνταποκρίνομαι στίς ἀπαιτήσεις. -
72 отдуваться
отдуватьсянесов1. (тяжело дышать) κοντανασαίνω, ἀσθμαίνω, πνευστιῶ·2. перен (нести ответственность) разг πληρώνω τήν νύφη, σηκώνω στήν καμπούρα μου.. -
73 отплатить
отплатитьсов, отплачивать несов (чем-л. за что-л.) ἀνταποδίδω/ ἐκδικοῦ-μαι, ἀντεκδικοὔμαι (отомстить):\отплатить услу́-гой за услу́гу ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση· \отплатить той же монетой перен πληρώνω κάποιον μέ τό ίδιο νόμισμα. -
74 отступнби
отступн||би́прил:\отступнбиые деньги ἡ χρηστική ἀποζημίωση γιά μή ἐκτέλεση συμφώνου· ◊ дать \отступнбиого πληρώνω ἀποζημίωση. -
75 передавать
передаватьнесов1. μεταδίδω, δίνω:\передавать из рук в руки δίνω ἀπό χέρι σέχέρι·2. (сообщать) μεταδίδω, διαβιβάζω:\передавать по радио μεταδίδω ἀπό τό ραδιόφωνο· \передавать по телефону μεταδίδω τηλεφωνικώς· \передавать поручение μεταβιβάζω ἐντολή· \передавать привет διαβιβάζω χαιρετίσματα· \передавать благодарность ἐκφράζω εὐγνωμοσύνη·3. (воспроизводить) ἀναπαράγω:\передавать мысль автора μεταδίδω τήν σκέψη τοῦ συγγραφέα·4. μεταδίδω (инфекцию, болезнь)/ μεταβιβάζω (черту, свойство)·5. (давать больше, чем надо) πληρώνω παραπάνω, пи-ραπληρώνω· ◊ \передавать дело в суд παραπέμκβ τήν ὑπόθεση στό δικαστήριο. -
76 переплатить
переплатитьсов, переплачивать несов πληρώνω ἀκριβότερα, ἀκριβοπληρώνω. -
77 похмелье
похмельес ἡ ἀδιαθεσία ὑστέρα ἀπό τό μεθύσι· ◊ в чужом пиру \похмелье погов. πληρώνω τά σπασμένα ἄλλου. -
78 рассрочка
рассроч||каж ἡ δόση [-ις]:платить в \рассрочкаку πληρώνω μέ δόσεις. -
79 сдача
сда́ч||аж1. ἡ παράδοση [-ις]:\сдача хлеба государству ἡ παράδοση τῶν σιτηρών στό κράτος·2. (внаем) ἡ ἐκμίσθωση [-ις], ἡ ἐνοικίαση·3. (крепости, города и т. д.) ἡ παράδοση [-ις]/ ἡ συνθηκολόγηση [-ις] (капитуляция)·4. карт. τό μοίρασμα·5. (излишек денег при оплате) τά ρέστα· ◊ давать \сдачаи разг ἀνταποδίδω τά ίσα, πληρώνω μέ τό ϊδιο νόμισμα. -
80 чек
чекм1. (банковский) τό τσεκ, ἡ τραπεζιτική ἐπιταγή:\чек на предъявителя τό τσεκ πληρωτέον είς τόν φέροντα· платить по \чеку πληρώνω μέ τσέκ· выписать \чек κόβω τσέκ·2. (в магазине) ἡ ἀπόδειξη πληρωμής.
См. также в других словарях:
πληρώνω — πληρώνω, πλήρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πληρώνω — ΝΜ, πλερώνω Ν 1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας 2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενα νεοελλ. 1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβω β) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί … Dictionary of Greek
πληρώνω — πλήρωσα, πληρώθηκα, πληρωμένος 1. δίνω το αντίτιμο, το χρέος ή την αμοιβή: Σήμερα που είχαμε χρήματα πληρώσαμε το χρέος μας, τα πράγματα που αγοράσαμε και τον εργάτη που μας δούλεψε. 2. μτφ., ανταποδίδω, τιμωρώ: Να του το πληρώσει ο Θεός. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδροπληρώνω — πληρώνω αδρά, δίνω άφθονα χρήματα για κάποιον ή κάτι, καλοπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρά + πληρώνω] … Dictionary of Greek
κακοπληρώνω — πληρώνω δύσκολα τα χρέη μου, δυστροπώ στην εξόφληση τών οφειλών μου, είμαι κακοπληρωτής … Dictionary of Greek
παραπληρώνω — πληρώνω περισσότερα από όσα υπολόγιζα («τόν παραπληρώνεις για τη δουλειά που σού προσφέρει») … Dictionary of Greek
ακριβοπληρώνω — και ακριβοπλερώνω 1. πληρώνω την αξία ενός πράγματος σε υψηλή τιμή, πληρώνω ακριβά, πολύ 2. τιμωρούμαι αυστηρά για κάποιο παράπτωμά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + πληρώνω] … Dictionary of Greek
εκτίνω — και εκτείνω (AM ἐκτίνω και ἐκτείνω) το εκτίω νεώτ. εσφ. τύπος τού εκτίνω πληρώνω, πληρώνω εντελώς, ξεπληρώνω, εξοφλώ (ιδίως για ποινή, πρόστιμο κ.λπ.) («εκτίνει, εξέτισε την ποινή του στις φυλακές») αρχ. 1. ανταποδίδω κάτι, ανταμείβω για κάτι 2.… … Dictionary of Greek
τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ … Dictionary of Greek
(ε)ξοφλώ — (ε)ξόφλησα, (ε)ξοφλήθηκα, (ε)ξοφλημένος 1. μτβ., πληρώνω ποσό που χρωστώ, πληρώνω το χρέος μου. 2. πληρώνω ό,τι οφείλω σε κάποιον και ξεμπερδεύω μαζί του: Εξόφλησα τον μπακάλη. 3. μτφ., εκπληρώνω υποχρέωση που ανέλαβα ή υπόσχεση που έδωσα: Δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… … Dictionary of Greek