Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πληρώνω

См. также в других словарях:

  • πληρώνω — πληρώνω, πλήρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πληρώνω — ΝΜ, πλερώνω Ν 1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας 2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενα νεοελλ. 1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβω β) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί …   Dictionary of Greek

  • πληρώνω — πλήρωσα, πληρώθηκα, πληρωμένος 1. δίνω το αντίτιμο, το χρέος ή την αμοιβή: Σήμερα που είχαμε χρήματα πληρώσαμε το χρέος μας, τα πράγματα που αγοράσαμε και τον εργάτη που μας δούλεψε. 2. μτφ., ανταποδίδω, τιμωρώ: Να του το πληρώσει ο Θεός. 3. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδροπληρώνω — πληρώνω αδρά, δίνω άφθονα χρήματα για κάποιον ή κάτι, καλοπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρά + πληρώνω] …   Dictionary of Greek

  • κακοπληρώνω — πληρώνω δύσκολα τα χρέη μου, δυστροπώ στην εξόφληση τών οφειλών μου, είμαι κακοπληρωτής …   Dictionary of Greek

  • παραπληρώνω — πληρώνω περισσότερα από όσα υπολόγιζα («τόν παραπληρώνεις για τη δουλειά που σού προσφέρει») …   Dictionary of Greek

  • ακριβοπληρώνω — και ακριβοπλερώνω 1. πληρώνω την αξία ενός πράγματος σε υψηλή τιμή, πληρώνω ακριβά, πολύ 2. τιμωρούμαι αυστηρά για κάποιο παράπτωμά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + πληρώνω] …   Dictionary of Greek

  • εκτίνω — και εκτείνω (AM ἐκτίνω και ἐκτείνω) το εκτίω νεώτ. εσφ. τύπος τού εκτίνω πληρώνω, πληρώνω εντελώς, ξεπληρώνω, εξοφλώ (ιδίως για ποινή, πρόστιμο κ.λπ.) («εκτίνει, εξέτισε την ποινή του στις φυλακές») αρχ. 1. ανταποδίδω κάτι, ανταμείβω για κάτι 2.… …   Dictionary of Greek

  • τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξοφλώ — (ε)ξόφλησα, (ε)ξοφλήθηκα, (ε)ξοφλημένος 1. μτβ., πληρώνω ποσό που χρωστώ, πληρώνω το χρέος μου. 2. πληρώνω ό,τι οφείλω σε κάποιον και ξεμπερδεύω μαζί του: Εξόφλησα τον μπακάλη. 3. μτφ., εκπληρώνω υποχρέωση που ανέλαβα ή υπόσχεση που έδωσα: Δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»