-
21 σκορπιόδηκτος
σκορπιό-δηκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκορπιόδηκτος
-
22 σκορπιόπληκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκορπιόπληκτος
-
23 σορόπληκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σορόπληκτος
-
24 τρωτός
-
25 φρενόπληκτος
φρενό-πληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρενόπληκτος
-
26 χαλκόπληκτος
A smiting with brazen edge, γένυς, of the battle-axe, S.El. 484 (lyr.; also expld. as = χαλκήλατος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκόπληκτος
-
27 χερόπληκτος
χερό-πληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερόπληκτος
-
28 ἀκατάπληκτος
ἀκατά-πληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάπληκτος
-
29 ἀμφίπληκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίπληκτος
-
30 ἀνέκπληκτος
ἀνέκ-πληκτος, ον,A undaunted, intrepid, Pl.Tht. 165b, Hyp.Fr. 117; :—τὸ -ότατον X. Ages.6.7
. Adv. [suff] ἀνέκ-τως Plu.2.260c, Hierocl. in CA10p.434M.II [voice] Act., making no impression,λέξις Plu.2.7a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέκπληκτος
-
31 ἀνέμπληκτος
ἀνέμ-πληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέμπληκτος
-
32 ἀνεπίπληκτος
ἀνεπί-πληκτος, ον,2 in bad sense, not reproved, licentious,τροφῇ ἀ. τραφῆναι Pl.Lg. 695b
, cf. Eus.Mynd.62.II [voice] Act., not reproving or blaming, τὸ ἀ. abstinence from blam or criticism, M.Ant.1.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπίπληκτος
-
33 ἀξινόπληκτος
ἀξῑνό-πληκτος, ον,A struck by an axe, An.Par.3.114, Sch.Il.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξινόπληκτος
-
34 ἀπόπληκτος
A disabled by a stroke,1 in mind, struck dumb, astounded, Hdt.2.173, cf. S.Ph. 731;ἀ. ποδί Id.Fr. 248
; senseless,οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀ. D.21.143
, cf. Men.Epit. 344, Phld.Ir.p.82 W., D.Chr.11.100;ἀ. καὶ παντελῶς μαινόμενος D. 34.16
;ὃ νυνὶ ποεῖς ἀ. ἐστι Men.Pk. 246
;- τότερος μῦθος D.Chr.11.54
.3 Medic., stricken with paralysis, Hp.Aph.6.57; paralysed,Id.
Flat.13: so σκέλος Id. ap. Aret.SD1.7; cases of apoplexy,Id.
Aph.3.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόπληκτος
-
35 ἀστερόπληκτος
ἀστερό-πληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστερόπληκτος
-
36 ἀστραπόπληκτος
ἀστρᾰπό-πληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστραπόπληκτος
-
37 ἁλίπληκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλίπληκτος
-
38 ἡδονόπληκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδονόπληκτος
-
39 ἡλόπληκτος
ἡλό-πληκτος, ον,A hurt by a nail, Hippiatr.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλόπληκτος
-
40 ὀνειρόπληκτος
ὀνειρό-πληκτος, ον,A scared by a dream, Hsch., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνειρόπληκτος
См. также в других словарях:
πληκτός — ή, όν, Μ [πλήσσω] χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά») … Dictionary of Greek
πληκτά — πληκτός beaten neut nom/voc/acc pl πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc/acc dual πληκτά̱ , πληκτός beaten fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάπληκτος — εὐκατάπληκτος, ον (ΑΜ) αυτός που θορυβείται, που φοβάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά πληκτος (< καταπλήσσω), πρβλ. α κατά πληκτος, δυσ κατά πληκτος)] … Dictionary of Greek
εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… … Dictionary of Greek
ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόπληκτος — η, ο 1. αυτός που παθαίνει ηλεκτροπληξία 2. αυτός που πεθαίνει από ηλεκτροπληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + πληκτος (< πλήττω / πλήσσω), πρβλ. έκ πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ηλιόπληκτος — η, ο ο καμένος από τον ήλιο, ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σεισμό πληκτος] … Dictionary of Greek
ηλόπληκτος — ἡλόπληκτος, ον (Μ) ο πληγωμένος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ πληκτος, θαλασσό πληκτος] … Dictionary of Greek
θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] … Dictionary of Greek
θεόπληκτος — θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, ον (Α) ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορί πληκτος, φαντασιό πληκτος] … Dictionary of Greek
θηριόπληκτος — θηριόπληκτος, ον (Α) αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατά πληκτος, κεραυνό πληκτος] … Dictionary of Greek