-
1 πληκτικός
πληκτικόςof: masc nom sg -
2 πληκτικός
A of, for, or by striking, π. θήρα fishing by means of spearing, Pl.Sph. 220d; ἡ πληκτική, τὸ πληκτικόν [μέρος], ib. 220e, 221b;π. δύναμις Epicur.Fr. 308
.2 ready to strike, given to striking, π. [ὁ σκορπίος] Arist.Fr. 331;γυνὴ ἀνδρὸς.. πληκτικώτερον Id.HA 608b10
.II metaph., striking the senses, overpowering, οἶνος, τροφή, Ath.1.27a, Philum.Ven.9;π. τῇ ὀσμῇ Dsc.1.15
, cf. S.E.P.1.125 ([comp] Comp.); of whitewashed rooms, Antyll. ap. Orib.9.13.5;τὸ π.
overpowering effect,Plu.
2.693b, cf. 367c, 735d (cj.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληκτικός
-
3 πληκτικός
1) dull2) tediousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πληκτικός
-
4 πληκτικά
πληκτικόςof: neut nom /voc /acc plπληκτικά̱, πληκτικόςof: fem nom /voc /acc dualπληκτικά̱, πληκτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 πληκτικώτερον
πληκτικόςof: adverbial compπληκτικόςof: masc acc comp sgπληκτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
6 πληκτικωτάτων
πληκτικόςof: fem gen superl plπληκτικόςof: masc /neut gen superl pl -
7 πληκτικωτέρων
πληκτικόςof: fem gen comp plπληκτικόςof: masc /neut gen comp pl -
8 πληκτικόν
πληκτικόςof: masc acc sgπληκτικόςof: neut nom /voc /acc sg -
9 πληκτικώτατα
πληκτικόςof: adverbial superlπληκτικόςof: neut nom /voc /acc superl pl -
10 πληκτικώτατον
πληκτικόςof: masc acc superl sgπληκτικόςof: neut nom /voc /acc superl sg -
11 πληκτικαί
πληκτικόςof: fem nom /voc pl -
12 πληκτικοί
πληκτικόςof: masc nom /voc pl -
13 πληκτικωτάτην
πληκτικόςof: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
14 πληκτικωτέροις
πληκτικόςof: masc /neut dat comp pl -
15 πληκτικωτέρου
πληκτικόςof: masc /neut gen comp sg -
16 πληκτικωτέρους
πληκτικόςof: masc acc comp pl -
17 πληκτικωτέρως
πληκτικόςof: masc acc comp pl (doric) -
18 πληκτική
πληκτικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
19 πληκτικήν
πληκτικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
20 πληκτικώτατος
πληκτικόςof: masc nom superl sg
См. также в других словарях:
πληκτικός — πληκτικός, ή, ό και πληχτικός, ή, ό αυτός που προκαλεί πλήξη, ανία, ανιαρός, ενοχλητικός, κουραστικός: Πληχτικό περιβάλλον, σπίτι κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληκτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… … Dictionary of Greek
πληκτικά — πληκτικός of neut nom/voc/acc pl πληκτικά̱ , πληκτικός of fem nom/voc/acc dual πληκτικά̱ , πληκτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικώτερον — πληκτικός of adverbial comp πληκτικός of masc acc comp sg πληκτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικωτάτων — πληκτικός of fem gen superl pl πληκτικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικωτέρων — πληκτικός of fem gen comp pl πληκτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικῶν — πληκτικός of fem gen pl πληκτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικόν — πληκτικός of masc acc sg πληκτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικώτατα — πληκτικός of adverbial superl πληκτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικώτατον — πληκτικός of masc acc superl sg πληκτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)