-
1 πληθ'
πλῆτο, πελάζωapproach: aor ind mid 3rd sg (epic ionic)πλῆτο, πίμπλημιfill: aor ind mid 3rd sg (epic)πλῆτε, πλέωsail: pres imperat act 2nd pl (doric aeolic)πλῆτε, πλέωsail: pres ind act 2nd pl (doric aeolic)πλῆται, πλέωsail: pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)πλῆθε, πλήθωto be full: pres imperat act 2nd sgπλῆθε, πλήθωto be full: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 πλῆθ'
πλῆτο, πελάζωapproach: aor ind mid 3rd sg (epic ionic)πλῆτο, πίμπλημιfill: aor ind mid 3rd sg (epic)πλῆτε, πλέωsail: pres imperat act 2nd pl (doric aeolic)πλῆτε, πλέωsail: pres ind act 2nd pl (doric aeolic)πλῆται, πλέωsail: pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)πλῆθε, πλήθωto be full: pres imperat act 2nd sgπλῆθε, πλήθωto be full: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 πλῆθ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πλῆθ
-
4 πληθ наушники.
[акустики] ουσ θ акустика. -
5 πληθ колбасные изделия.
[алаксокерериа] ουσ θ перемена климата. -
6 πληθ обручение, помолвка.
[арравоньязо] ρ обручать. -
7 πληθ старость.
[герани] ουσ ο герань. -
8 πληθ кавычки.
[исагогикос] εκ вводный, вступительный. -
9 πληθ по гречески.
[эллинизмос] ουσ α греческая культура, эллинизм. -
10 πληθ нйжнее белье.
[эсотэрико] ουσ ο внутренняя часть. -
11 πληθ мучные изделия.
[зими] ουσ θ тесто. -
12 πληθ подробно.
[катэстос] ουσ ο установленный порядок. -
13 πληθ утесы, отвесные скалы.
[кацада] ουσ θ нахлобучка, выговор. -
14 πληθ макароны.
[макельё] ουσ ο бойня. -
15 πληθ пряности, специи.
[бэкрис] ουσ α пьяница. -
16 πληθ каракули, пачкотня.
[орнио] ουσ ο хищная птица. -
17 πληθ ладоши.
[паламари] ουσ ο канат, трос. -
18 πληθ упрашивание, просьба.
[паракало] ρ просить, умолять. -
19 πληθ родители мужа или жены.
[пэтэрос] ουσ α тесть, свёкор. -
20 πληθ опилки.
[прионизо] ρ пилить.
См. также в других словарях:
πλῆθ' — πλῆτο , πελάζω approach aor ind mid 3rd sg (epic ionic) πλῆτο , πίμπλημι fill aor ind mid 3rd sg (epic) πλῆτε , πλέω sail pres imperat act 2nd pl (doric aeolic) πλῆτε , πλέω sail pres ind act 2nd pl (doric aeolic) πλῆται , πλέω sail pres ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμε — (πληθ. άμετε και αμέτε πήγαινε, φύγε (πληθ. πηγαίνετε, φύγετε). [ΕΤΥΜΟΛ. Μόριο παρακελευσματικό, β΄ πρόσωπο ενικού και πληθυντικού (άμε, άμετε). Ετυμολογικά οι τ. άμε άμετε είναι ρηματικής προελεύσεως. Συγκεκριμένα το μόριο άμε προήλθε από την… … Dictionary of Greek
ας — (πληθ. Άζεν, Asen). Περιληπτικό όνομα ομάδας γερμανικών θεοτήτων, με αρχηγό τον Οντίν, τον υπέρτατο θεό. Ο αριθμός τους ποικίλλει: 9, 12 ή 14. Κατά τη γερμανική μυθολογία, οι Άζεν είχαν κατορθώσει να επιβάλουν την εξουσία τους ύστερα από νικηφόρο … Dictionary of Greek
βαρύς, -ιά, -ύ — πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει μεγάλο βάρος και δύσκολα μετατοπίζεται, ο δυσκίνητος: Σήκωσε μια βαριά βαλίτσα. 2. σοβαρός, οξύς: Υποφέρει από βαριά αρρώστια. 3. ογκώδης, άκομψος: Δε μου αρέσει η βαριά διακόσμηση. 4. πυκνός: Βαρύς καφές. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετρακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α — πληθ. απόλ. αριθμ., κλιτή μορφή του άκλ. τετρακόσ(ι)α αυτοί που αποτελούν τέσσερις εκατοντάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρ(ι)ακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α — πληθ. αριθμ. απόλ. 1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες. 2. το αρσ. με το άρθρο ως ουσ., οι τριακόσιοι οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα που έπεσαν στις Θερμοπύλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek