-
81 πλεῖσται
-
82 πλείστε
-
83 πλεῖστε
-
84 πλείστοι
-
85 πλεῖστοι
-
86 πλείσται
πλεί̱στᾱͅ, πλεῖστοςmost: fem dat sg (doric aeolic) -
87 πλείσταις
πλεί̱σταις, πλεῖστοςmost: fem dat pl -
88 πλείσταισι
πλεί̱σταισι, πλεῖστοςmost: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
89 πλείσταν
πλεί̱στᾱν, πλεῖστοςmost: fem acc sg (doric aeolic) -
90 πλείστηι
πλεί̱στῃ, πλεῖστοςmost: fem dat sg (attic epic ionic) -
91 πλείστην
πλεί̱στην, πλεῖστοςmost: fem acc sg (attic epic ionic) -
92 πλείστησι
-
93 πλείστῃσι
-
94 πλείστησιν
-
95 πλείστῃσιν
-
96 πλείστοιο
πλεί̱στοιο, πλεῖστοςmost: masc /neut gen sg (epic) -
97 πλείστοις
πλεί̱στοις, πλεῖστοςmost: masc /neut dat pl -
98 πλείστοισ'
πλεί̱στοισι, πλεῖστοςmost: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
99 πλείστοισι
πλεί̱στοισι, πλεῖστοςmost: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
100 πλείστοισιν
πλεί̱στοισιν, πλεῖστοςmost: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
Πλειστός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλεῖστος — most masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεῖστος — most masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… … Dictionary of Greek
πλείστος — η, ο (υπερθ. βαθμ. του επιθ. πολύς), πάρα πολύς: Πλείστοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεῖστον — πλεῖστος most masc acc sg πλεῖστος most neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλείστω — Πλεῖστος most masc nom/voc/acc dual Πλεῖστος most masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειστοῖο — Πλειστός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειστοῖς — Πλειστός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειστοῦ — Πλειστός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειστῶν — Πλειστός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)