Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πλεῖστα+ἤ

  • 1 Bulk

    subs.
    P. and V. ὄγκος, ὁ (Plat.).
    Size: P. and V. μέγεθος, τό.
    Extent: P. and V. πλῆθος, τό.
    The majority: P. and V. οἱ πολλοί, τὸ πλῆθος.
    The bulk of the property: P. τὰ πλεῖστα τῆς οὐσίας.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bulk

  • 2 Easy

    adj.
    P. and V. ῥᾴδιος, εὐπετής (Plat.), εὔπορος, V. εὐμαρής.
    Light: P. and V. κοῦφος, ἐλαφρός.
    Easy to carry: V. εὐάγκαλος.
    Untroubled: P. and V. πονος.
    In easy circumstances: Ar. and P. εὔπορος.
    Easy in one's mind: P. and V. ἥσυχος, ἡσυχαῖος, P. ἡσύχιος, V. ἕκηλος.
    Be easy ( in one's mind), v.: P. and V. ἡσυχάζειν.
    Easy victory: P. ἀκονιτὶ νίκη (Thuc. 4, 73).
    I shall feel easier when I have told you the pitiful story of my many misfortunes: P. ἐγὼ τῶν γεγενημένων ἀποδυράμενος τὰ πλεῖστα ὥσπερ ῥᾴων ἔσομαι (Dem. 1118).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Easy

  • 3 Mostly

    adv.
    P. and V. τὰ πλεῖστα, P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλὰ, ὡς τὰ πολλά, V. τὰ πλείω.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mostly

  • 4 Preliminary

    adj.
    A preliminary examination before a magistrate: P. ἀνάκρισις, ἡ.
    Preliminary decree: P. προβούλευμα, τό.
    Preliminary remarks: P. and V. προοίμιον, τό, V. φροίμιον, τό.
    Mention as a preliminary, v.: P. and V. πειπεῖν ( 2nd aor.).
    They find most of the preliminaries already compleled by their partisans: P. καταλαμβάνουσι τὰ πλεῖστα τοῖς ἑταίροις προειργασμένα (Thuc. 8, 65).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Preliminary

См. также в других словарях:

  • πλεῖστα — πλεῖστος most neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείστα — πλεί̱στᾱ , πλεῖστος most fem nom/voc/acc dual πλεί̱στᾱ , πλεῖστος most fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεῖστ' — πλεῖστα , πλεῖστος most neut nom/voc/acc pl πλεῖστε , πλεῖστος most masc voc sg πλεῖσται , πλεῖστος most fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent …   Wikipedia Español

  • мъножаи — (271) сравн. степ. 1.Более многочисленный, больший по числу, количеству: въниде въ ср҃дце ѥго сотона и начаты и пострѣкати. в˫ащьша и горьша съдѣ˫ати. и множаиша ѹбииства. СкБГ XII, 12г; на мольбѹ же ста потъщавъс˫а. и брата того преставлѥниѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • паперсть — [Паперсть, паперсь] ремень или тесьма в конском уборе на нижней части конской груди (1): [Суть бо у ваю желѣзныи паворзи (паперси) подъ шеломы Латинскими. 31 32]. Узда и паперсть и похви шиты золотомъ и серебромъ волоченымъ по сафьяну по… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης …   Википедия

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κρηνίς — κρηνίς, ῑδος, ἡ (Α) [κρήνη] 1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες η πόλη Φίλιπποι τής Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»