Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλευρική

См. также в других словарях:

  • πλευρική — πλευρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Ροδεσία — Ονομασία της αφρικανικής χώρας Ζιμπάμπουε στα χρόνια της αποικιοκρατίας. Κρανίο του ανθρώπου της Ροδεσίας σε μετωπική όψη (πάνω) και πλευρική (κάτω). Κρανίο του ανθρώπου της Ροδεσίας σε μετωπική όψη (πάνω) και πλευρική (κάτω) …   Dictionary of Greek

  • πλευρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πλευρά ή τα πλευρά, στα πλάγια: Η πλευρική αντοχή του πλοίου δεν είναι μεγάλη. 2. (ιατρ.), αυτός που αναφέρεται στις πλευρές του σώματος: Πλευρικός πόνος. 3. αυτός που γίνεται από τα πλάγια: Πλευρική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… …   Dictionary of Greek

  • αδρεναλίνη — Σπουδαία ορμόνη που παράγεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε σε καθαρή κατάσταση το 1901 από τον Ιάπωνα Τουκαμίνε. Η α. βοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς του, σε περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»