-
1 πλευρική
πλευρικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 πλευρικός
-
3 грань
1. (плоскость) η πλευρά, η έδρα 2. (драгоценного камня) η πλευρά,η κοπή, η έδρα 3. (линия раздела) το όριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грань
-
4 дверь
η θύρ/α, разг. η πόρτα (ξεν.)на-вешивать - κρεμώ/τοποθετώ τη -бортовая мор. - πλευρική -бортовая грузовая мор. - πλευρική - φόρτωσηςвентиляционная - ηαεροθυρίδα, το άνοιγμα της διόδου αέροςводонепроницаемая - с клиновыми индивидуальными задрайками мор. στεγανή - με σφηνοειδή ξεχωριστά κλείστραводонепроницаемая - с индивидуальными задрайками на раме мор. στεγανή - με ξεχωριστά κλείστρα στο πλαίσιοводонепроницаемая - с клиновыми задрайками и с тягами мор. στεγανή - με σφηνοειδή κλείστρα και με μοχλούςводонепроницаемая - с центральным задраиванием мор. στεγανή - με κεντρικό σύστημα κλεισίματοςгерметичная - ερμητική -, στεγανή -каютная мор. - του θαλάμου/της καμπίναςклинкетная вертикальная - с электроручным приводом мор. ολισθαίνουσα κάθετη ηλεκτροχειροκίνητη -лацпортная мор. - του παραπέτουнаружная - рулевой рубки мор. εξωτερική - της γέφυραςнесгораемая - с жалюзи мор. πυρίμαχη - με περσίδεςодностворчатая - см. однопольная -остеклённая - με γυαλί/τζάμι, η υαλόθυραпереборочная - мор. η πόρτα-φράχτηςплоская - κρυφή -, επίπεδη -пожарная - ανά-γκης/κινδύνουпри закрытых - ях юр. κεκλεισμένων των - ών- с вентиляционной филенкой мор. - με περσίδες εξαερισμούстальная водонепроницаемая навесная наружная - мор. χαλύβδινη υδατοστεγανή κρεμαστή εξωτερική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дверь
-
5 иллюминатор
мор. η παραφωτίς, разг. το φινιστρίνιбортовой створчатый - мор. πλευρική - ανοιχτού τύπουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > иллюминатор
-
6 фланговый
фланговыйприл πλευρικός, τής πτέρυγος:\фланговыйовая защита ἡ πλευρική ἄμυνα· \фланговыйо́вое охранение ἡ πλαγιοφυλακή· \фланговыйо́вая атака ἡ πλευρική ἐπίθεση. -
7 аппарель
мор. η αναβαθμίδα, η ράμπα, η πόρταкормовая - πρυμναία -, πρυμνιά - η μπουκαπόρταносовая - πλωριά/πρω-ραία θύρα/πόρταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аппарель
-
8 брусок
1. тех. η μακρόστενη ράβδος 2. (ватервейсо-вый) мор. η πλευρική σανίδα του καταστρώματοςη υδρορροή3. (точильный камень) η ρίνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брусок
-
9 воздухозаборник
ο αεροεισαγωγέαςав. η αεροεισαγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > воздухозаборник
-
10 грабли
мн. η τσουγκράναтракторные - συρόμενη από ελκυστήρα/τρακτέρРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грабли
-
11 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
12 жёсткость
1. (конструкции) η ακαμψίαη σκληρότητα· *усиливать - конструкции кольцами ενισχύω την - της κατασκευής με δακτυλίους- πλάκας2. (напр. воды) η σκληρότητα (π.χ. νερού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жёсткость
-
13 завалка
мет. το γέμισμα, η φόρτωσηбоковая - πλευρική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завалка
-
14 загрузка
1. (процесс) η φόρτωσ/η, η φόρτιση, το φόρτωμαначальная вчт. αρχική -ручная мет. - διά χειρός2. (загружаемый материал) το υλικό φόρτωσης, το φορτίο 3. (обеспеченность работойоборудования, машины и т.п.) η εξασφάλιση (με εργασία, φορτίο κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрузка
-
15 игра
1. (свободный ход детали) η ελευθερία κίνησης (του στοιχείου)το παίξιμο, разг. τα μπόσικα2. мат. το παιχνίδιτο παίγνιο, статистическая - στατιστικό -3. (деятельность) το παιχνίδι- слов (лингв) το λογοπαίγνιο 4 (исполнение) (муз.театр) η εκτέλεση, το παίξιμο5. -Ы мн. (спортивные) οι αγώνεςОлимпийские - Ολυμπιακοί -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > игра
-
16 клапан
1. тех. η βαλβίδα, το επιστόμιοатмосферный (тепл.) - ατμοσφαιρική -быстродействующий - γρήγορης/άμεσης λειτουργίαςбыстрозакрывающийся - γρήγορου/άμεσου κλεισίματοςбыстрооткрыва-ющийся - γρήγορου/άμεσου ανοίγματοςвыхлопной - καυσαερίων/εξάτμισης- д.в.с выхлопной - εξαγωγής καυσαερίων της μηχανής εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ)- αέροςзабортный мор. - θαλάσσηςмногоходовой - πολλών ροών/διαδρόμωνнагнетательный - κατάθλιψης, καταθλιπτική -отливной - εξαγωγής/εκροήςперепускной - см. перегрузочныйпитательный - παροχής/τροφοδοτησηςрегулировочный - ελέγχου/χειρισμούредукционный - μείωσης της πίεσης, ο μειωτήραςсекущий - απομόνωσης, - слива топлива ав. - εκροής καυσίμωνстопорный - διακοπής/ασφάλισης, тарельчатый - δισκοειδής -тормозной - φρένου/πέδης2. муз. τοκλειδί (μουσικού οργάνου) 3. анат. η βαλβίδαдвустворчатый - см. митральный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клапан
-
17 крен
(ав., мор.) η κλίση (του σκάφους), ο (δια)τοιχισμόςидти с - ом 5° на левый борт πορεύομαι με - 5° στην αριστερή πλευράпродольный - ο προνευστασμός, το σκα-μπανεύασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крен
-
18 кусачки-бокорезы
мн. о κόπτης για πλευρική κοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кусачки-бокорезы
-
19 леер
(судовой) η χειραγωγός ράβδοςразг. το ρέλιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > леер
-
20 луч
1. мат. η ημιευθεία 2. (пучок света, электронов) η ακτίν/α (του φωτός)отражённый - της ανάκλασης/αντανάκλασης- ες χ(χι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луч
См. также в других словарях:
πλευρική — πλευρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Ροδεσία — Ονομασία της αφρικανικής χώρας Ζιμπάμπουε στα χρόνια της αποικιοκρατίας. Κρανίο του ανθρώπου της Ροδεσίας σε μετωπική όψη (πάνω) και πλευρική (κάτω). Κρανίο του ανθρώπου της Ροδεσίας σε μετωπική όψη (πάνω) και πλευρική (κάτω) … Dictionary of Greek
πλευρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πλευρά ή τα πλευρά, στα πλάγια: Η πλευρική αντοχή του πλοίου δεν είναι μεγάλη. 2. (ιατρ.), αυτός που αναφέρεται στις πλευρές του σώματος: Πλευρικός πόνος. 3. αυτός που γίνεται από τα πλάγια: Πλευρική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… … Dictionary of Greek
αδρεναλίνη — Σπουδαία ορμόνη που παράγεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε σε καθαρή κατάσταση το 1901 από τον Ιάπωνα Τουκαμίνε. Η α. βοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς του, σε περιπτώσεις… … Dictionary of Greek
αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… … Dictionary of Greek