Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πλατύ

См. также в других словарях:

  • πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… …   Dictionary of Greek

  • Πλατύ — Sp Plãtis Ap Πλατύ/Platy L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πλατύ — I Oνομασία μικρών ελληνικών νησιών. 1. Νησί κοντά στο λιμάνι Γαύριο της Άνδρου. 2. Νησί στη νότια ακτή του κόλπου της Σύμης. 3. Νησί στο Ικάριο πέλαγος, ανάμεσα στην Ψέριμο και την Κάλυμνο. 4. Νησί στο Καρπάθιο πέλαγος. 5. Νησί του Ευβοϊκού κοντά …   Dictionary of Greek

  • πλατύ — πλατύς wide masc voc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνῃ — πλατύ̱νῃ , πλατύνω widen aor subj mid 2nd sg πλατύ̱νῃ , πλατύνω widen aor subj act 3rd sg πλατύ̱νῃ , πλατύνω widen pres subj mp 2nd sg πλατύ̱νῃ , πλατύνω widen pres ind mp 2nd sg πλατύ̱νῃ , πλατύνω widen pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνετε — πλατύ̱νετε , πλατύνω widen aor subj act 2nd pl (epic) πλατύ̱νετε , πλατύνω widen pres imperat act 2nd pl πλατύ̱νετε , πλατύνω widen pres ind act 2nd pl πλατύ̱νετε , πλατύνω widen imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνω — πλατύ̱νω , πλατύνω widen aor subj act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen pres subj act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen pres ind act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυνόμεθα — πλατῡνόμεθα , πλατύνω widen aor subj mid 1st pl (epic) πλατῡνόμεθα , πλατύνω widen pres ind mp 1st pl πλατῡνόμεθα , πλατύνω widen imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνει — πλατύ̱νει , πλατύνω widen aor subj act 3rd sg (epic) πλατύ̱νει , πλατύνω widen pres ind mp 2nd sg πλατύ̱νει , πλατύνω widen pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνεσθε — πλατύ̱νεσθε , πλατύνω widen pres imperat mp 2nd pl πλατύ̱νεσθε , πλατύνω widen pres ind mp 2nd pl πλατύ̱νεσθε , πλατύνω widen imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνομεν — πλατύ̱νομεν , πλατύνω widen aor subj act 1st pl (epic) πλατύ̱νομεν , πλατύνω widen pres ind act 1st pl πλατύ̱νομεν , πλατύνω widen imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»