-
1 πλατύς
[платис] ас. широкий, просторный, обширный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλατύς
-
2 кругозор
кругозор м о ορίζοντας· широкий (узкий) \кругозор о πλατύς ( περιορισμένος) ορίζοντας* * *мο ορίζονταςширо́кий (у́зкий) кругозо́р — ο πλατύς (περιορισμένος) ορίζοντας
-
3 широкий
-
4 растянуться
растянуть||ся1. см. растягиваться·2. (упасть) разг πέφτω φαρδύς-πλατύς:\растянутьсяся во весь рост ξαπλώνομαι φαρδύς-πλατύς. -
5 широкий
широк||ийприл1. прям., перен πλατύς, φαρδύς/ εὐρύς (о пространстве, тж. перен):\широкийие окна τά φαρδειά παράθυρα· \широкийая юбка ἡ φαρδειά φούστα· \широкийая у́ли-ца ὁ πλατύς δρόμος· \широкийие массы οἱ πλατειές μάζες· в \широкийом смысле (слова) μέ τήν πλατειά σημασία·2. перен (большой) μεγάλος, εὐρύς:в \широкийом масштабе σέ εὐρεΐα κλίμακα· \широкийие планы τά μεγάλα σχέδιά \широкийие горизонты οἱ εὐρείς ὀρίζοντες· ◊ \широкий шаг τό μεγάλο βήμα· жить на \широкийую но́гу ζῶ πολυτελέστατα· \широкий экран τό σινεμασκόπ. -
6 широкий
επ., βρ: -рок, -рока, -роко κ. -роко, πλθ. -роки κ. -роки; шире; широчайший.1. ευρύς, πλατύς, φαρδύς•-ая дорога πλατύς δρόμος•
-ие брюки φαρδύ παντελόνι.
|| μεγάλος•широкий шаг μεγάλο βήμα•
она перекрестилась -им крестом αυτή έκανε μεγάλο σταυρό.
|| εκτεταμένος•широкий военный фронт εκτεταμένο πολεμικό μέτωπο.
2. μτφ. μεγάλου αριθμού ή διαστάσεων, έκτασης•-ое совещание πλατιάσύσκεψη•
-ие массы οι πλατιές μάζες•
в -их маштабах σε μεγάλη (ευρεία) κλίμακα•
в -их размерах σε ευρείες διαστάσεις•
-ие планы μεγάλα πλάνα•
-ая популярность μεγάλη δημοτικότητα•
широкий круг вопросов ευρύς κύκλος ζητημάτων•
-ая поддержка πλατιά υποστήριξη.
|| πολυάριθμος•широкий читатель πολυάριθμοι αναγνώστες•
широкий зритель πολυάρ ιθμοι θεατές.
εκφρ.широкий экран – το σινεμασκόπ, ευρεία οθόνη•широкий звук (. – γλωσ.) ανοιχτός ήχος (φθόγγος)•- им фронтом – παντού, σε πλατύ μέτωπο•на -ую руку ή ногу – κ. παλ. -ой рукой πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•сделать широкий жест – κάνω ευγενική χειρονομία, αξιέπαινη πράξη. -
7 клин
ο σφην, η σφήναпазовый эл. - της αύλακοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > клин
-
8 широкий
1. (большой по ширине) φαρδύς, ευρύςπλατύς2. (охватывающий всё/ всех, распространяющийся на все{}всех{}) ευρύς· - круг вопросов - κύκλος των ζητημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > широкий
-
9 длина
длин||а́ж τό μήκος, τό μάκρος, ἡ μα-κρότητα [-ης]:пять метров в \длинау πέντε μέτρα μάκρος· \длина улицы τό μήκος τοῦ δρόμου· меры \длинаώ τά μέτρα μήκους· рас-тяну́ться во всю \длинау́ ξαπλώνομαι μακρύς πλατύς. -
10 пласт
пластм τό στρῶμα, τό κοίτασμα· ◊ лежать \пласто́м (о человеке) εἶμαι ξαπλωμένος φαρδύς-πλατύς. -
11 плюхаться
плюхатьсянесов, плюхнуться сов разг πέφτω φαρδύς πλατύς. -
12 размашистый
размашистыйприл,. φαρδύς, πλατύς:\размашистый жест πλατειά χειρονομία· \размашистый почерк τό γράψιμο μέ μεγάλα καί ἀραιά γράμματα· \размашистый шаг βάδισμα μέ μεγάλα βήματα -
13 расширенный
расширенн||ый1. прич. от расширять·2. прил εὐρύς, πλατύς, ἐκτεταμένος:\расширенныйая программа τό ἐκτεταμένο πρόγραμμα· \расширенныйое заседание ἡ εὐρεία συνεδρίαση· \расширенныйое воспроизводство эк. ἡ πλατειά (или ἡ εὐρεία) ἀναπαραγωγή. -
14 рост
ростм1. (развитие) ἡ ἀνάπτυξη [-ις], ἡ ἀνοδος, ἡ αὐξηση:остановиться в \росте παύω νά ἀναπτύσσομαι· \рост промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· \рост производительности труда ἡ αὐξηση τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \рост посевной площади ἡ ἐπέκταση των καλλιεργησίμων ἐδαφων \рост благосостояния ἡ ἄνο-δος τής εὐημερίας·2. (человека) τό ἀνάστημα, τό μπόϊ:высокого (низкого) \роста ὑψηλού (μικροδ) ἀναστήματος· не по \росту δέν ταιριάζει στό ὑψος (μου)· во весь \рост μ' ὁλόρθο τό κορμί, σ'ὅλο τό ἀνάστημα· растянуться во весь \рост ξαπλώνομαι (или πέφτω) φαρδύς πλατύς· встать по \росту συντάσσομαι κατ· ἀνάστημα· \ростом не выйти разг μένω κοντός·3. (размер) τό μέγεθος· ◊ давать деньги в \рост уст. δανείζω χρήματα μέ τόκο, τοκίζω χρήματα. -
15 широкий
[συρόκιϊ] εκ. πλατύς, φαρδύς -
16 широкий
[συρόκιϊ] επ πλατύς, φαρδύς -
17 ворот
ворот 1-а α.γιακάς, περιλαίμιο•широкий ворот πλατύς γιακάς.
εκφρ.схватить за ворот – αρπάζω (πιάνω) από το γιακά.ворот 2-а α.ανελκυστήρας, μαγγάνι. -
18 кругозор
-а α.1. ορίζοντας.2. μτφ. όριο έκτασης αντίληψης•широкий кругозор πλατύς ορίζοντας•
узкий кругозор στενός ορίζοντας•
политический кругозор πολιτικός ορίζοντας.
-
19 неширокий
επ., βρ: -рок, -рока-ρόκο, λίγο πλατύς, αρκετά στενός. -
20 окладистый
επ., βρ: -диет, -а, -оπαλ. γερός, ρωμαλέος, εύρωστος. || πλατύς.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλατύς — wide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek
πλατύς, -ιά, -ύ — 1. ο ευρύχωρος, φαρδύς, ευρύς. 2. μτφ., λεπτομερειακός: Πλατιά ενημέρωση του κοινού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πλατύς Γιαλός — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου, του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στα νότια παράλια της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Απολλωνίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek
πλατέα — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πλατέᾱ , πλατύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πλατύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυτέρω — πλατύς wide masc/neut nom/voc/acc dual πλατύς wide masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυτέρων — πλατύς wide fem gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυτέρως — πλατύς wide adverbial πλατύς wide masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύ — πλατύς wide masc voc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτατον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτερον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)