-
1 πλαστικός
πλαστικόςfit for moulding: masc nom sg -
2 πλαστικός
A fit for moulding, plastic,γῆ.. τῶν σωμάτων -ωτάτη Pl.Ti. 55e
; αἱ π. τῶν τεχνῶν the arts of moulding clay, wax, etc., plastic arts, Id.Lg. 679a; , Phld.Mus.p.91 K., Ph.1.34, Luc.Prom. 2, etc.II of persons, gifted in sculpture, Longin.Rh.p.203 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαστικός
-
3 πλαστικός
plasticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πλαστικός
-
4 πλαστικά
πλαστικόςfit for moulding: neut nom /voc /acc plπλαστικά̱, πλαστικόςfit for moulding: fem nom /voc /acc dualπλαστικά̱, πλαστικόςfit for moulding: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 πλαστικώτερον
πλαστικόςfit for moulding: adverbial compπλαστικόςfit for moulding: masc acc comp sgπλαστικόςfit for moulding: neut nom /voc /acc comp sg -
6 πλαστικόν
πλαστικόςfit for moulding: masc acc sgπλαστικόςfit for moulding: neut nom /voc /acc sg -
7 πλαστικαί
πλαστικόςfit for moulding: fem nom /voc pl -
8 πλαστικοί
πλαστικόςfit for moulding: masc nom /voc pl -
9 πλαστικούς
πλαστικόςfit for moulding: masc acc pl -
10 πλαστικωτάτη
πλαστικόςfit for moulding: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
11 πλαστική
πλαστικόςfit for moulding: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 πλαστικήν
πλαστικόςfit for moulding: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 πλαστικώτεροι
πλαστικόςfit for moulding: masc nom /voc comp pl -
14 πλαστικωτέρα
πλαστικωτέρᾱ, πλαστικόςfit for moulding: fem nom /voc /acc comp dualπλαστικωτέρᾱ, πλαστικόςfit for moulding: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
15 πλαστικών
-
16 πλαστικῶν
-
17 πλαστική
-
18 πλαστικῇ
-
19 πλαστικής
-
20 πλαστικῆς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλαστικός — fit for moulding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικός — ή, ό / πλαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] (κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως … Dictionary of Greek
πλαστικός — ή, ό 1. αυτός που πλάθει ή πλάθεται: Πλαστικές ύλες, εύπλαστες ύλες, πλαστική εγχείρηση. 2. αυτός που έχει αρμονικές αναλογίες, αγαλματένιος. 3. το θηλ. ως ουσ., πλαστική, η η τέχνη του πλάστη, του τεχνίτη αγαλμάτων, αγγείων κτλ.: Η πλαστική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαστικά — πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc pl πλαστικά̱ , πλαστικός fit for moulding fem nom/voc/acc dual πλαστικά̱ , πλαστικός fit for moulding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικώτερον — πλαστικός fit for moulding adverbial comp πλαστικός fit for moulding masc acc comp sg πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικῶν — πλαστικός fit for moulding fem gen pl πλαστικός fit for moulding masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικόν — πλαστικός fit for moulding masc acc sg πλαστικός fit for moulding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικαί — πλαστικός fit for moulding fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικοῖς — πλαστικός fit for moulding masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικοί — πλαστικός fit for moulding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστικούς — πλαστικός fit for moulding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)