-
1 τυρόω
A make into cheese, curdle, in [voice] Pass., Sopat.8, Dsc.2.83, Gal. 6.683, Sch. Theoc.5.86: metaph.,ἐτύρωσάς με ἴσα τυρῷ LXX Jb.10.10
; ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν ib.Ps.118(119).70.
См. также в других словарях:
τυρώ — (I) έω, Α [τυρός] τυρεύω. (II) όω, Α [τυρός] 1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῡν», Σχόλ. Θεοκρ.) 2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῡντες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.) 3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῡντες … Dictionary of Greek