-
21 приверженный
привержен||ныйприл1. (преданный) ἀφοσιωμένος / πιστός (верный)·2. (склонный) ἐπιρρεπής. -
22 точный
точн||ыйприл ἀκριβής/ τακτικός (аккуратный)/ πιστός, σωστός (правильный):\точныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \точныйая информация οἱ σωστές πληροφορίες· δτοτ перевод не \точныйый αὐτή ἡ μετάφραση δέν εἶναι πιστή· он очень \точныйый человек εἶναι πολύ τακτικός ἄνθρωπος· \точныйый прибор τό μηχάνημα ἀκριβείας· \точныйые науки οἱ μαθηματικές ἐπιστήμες· \точныйая копия а) τό ἀκριβές ἀντίγραφο, б) перен ἰδιος κι ἀπαράλλαχτος· быть \точныйым εἶμαι ἀκριβής. -
23 верноподданный
[βιερναπόντνταννυϊ] ουσ. α. πιστός υπήκοος -
24 верующий
[βιέρουγιουστσιΐ] επ. πιστός, θρήσκος -
25 верноподданный
[βιερναπόντνταννυϊ] ουσ α πιστός υπήκοος -
26 верующий
[βιέρουγιουστσιϊ] επ πιστός, θρήσκος -
27 буквальный
επ.1. πιστός, κατά γράμμα, κατά λέξη•буквальный перевод πιστή μετάφραση.
2. ακριβής, κυριολεκτικός•-ое значение η ακριβής σημασία•
-ая мысль το ακριβές νόημα (σκέψη).
-
28 верноподданный
επ.παλ. πιστός στο βασιλιά, στο μονάρχη. || ως ουσ. α. κ. θ. άκρως βασιλόφρονας, βασιλικός, μοναρχικός. -
29 доверенный
επ. από μτχ.έμπιστος, πιστός, μπιστευμένος, μπιστικός.ουσ. έμπιστος. -
30 крепкий
επ., βρ: -пок-πκό, -πκο.1. γερός, σκληρός•крепкий орех σκληρό καρύδι•
-ое дерево σκληρό ξύλο•
-ая ткань γερό ύφασμα•
организм γερός οργανισμός.
|| στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.2. δυνατός, ισχυρός•крепкий ветер σφοδρός άνεμος•
крепкий мороз δυνατό κρύο.
3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•крепкий кофе βαρύς καφές•
крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•
крепкий уксус δυνατό ξίδι•
крепкий табак βαρύς καπνός•
-ое вино δυνατό κρασί.
εκφρ.- ая дисциплина – γερή πειθαρχία•- ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•-ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•- сон – βαθύς ύπνος•крепок на ухо – ο βαρόκοος. -
31 неизменный
επ., βρ: -мнен, -мнна, -мнно1. αμετάβλητος, αμετάλλακτος αναλλο ίωτος• μόνιμος, σταθερός.2. συνηθισμένος, παντοτινός.3. πιστός, αφοσιωμένος. -
32 правоверный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. πιστός, ορθόδοθος, ακραιφνής• απαρέγκλιτος.2. μουσουλμανικός. || ουσ. μουσουλμάνος. -
33 приверженный
επ., βρ: -жен, -а, -о.1. αφοσιωμένος, προσηλωμένος• πιστός.2. καλοδι-ατεθημένος, ευεπίφορος. -
34 протокольный
επ.του πρακτικού• της πράξης• του πρωτοκόλλου. || μτφ. απότυπος, πιστός, ακριβής, στερεότυπος•-ое изложение στερεότυπη έκθεση.
-
35 строгий
επ., βρ: строг, строга, строго, строже, строжайший.1. αυστηρός•строгий учитель αυστηρός δάσκαλος•
строгий критик αυστηρός κριτικός•
строгий вид αυστηρή μορφή (όψη)•
строгий тон αυστηρός τόνος•
-ая диэта αυστηρή δίαιτα•
строгий вид αυστηρή όψη.
2. πιστός•строгий приверженец классицизма θιασιώτης του κλασικισμού.
3. (κυνηγ.) πολύ επιφυλακτικός, προφυλακτικός•-ая дичь προφυλακτικό θήραμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πιστός — 1 liquid masc nom sg πιστός 2 to be trusted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
πιστός — ή, ό 1. αυτός που πιστεύει κάπου, ο αφοσιωμένος, έμπιστος: Έμεινε σ όλη τη ζωή του πιστός σύντροφος της γυναίκας του. 2. ακριβής: Πιστή αντιγραφή, μετάφραση κτλ. 3. στον πληθ. ως ουσ., οι αφοσιωμένοι στο θεό, στη θρησκεία τους, οι αληθινοί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιστότερον — πιστός 1 liquid adverbial comp πιστός 1 liquid masc acc comp sg πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc comp sg πιστός 2 to be trusted adverbial comp πιστός 2 to be trusted masc acc comp sg πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστοτάτω — πιστός 1 liquid masc/neut nom/voc/acc superl dual πιστός 1 liquid masc/neut gen superl sg (doric aeolic) πιστός 2 to be trusted masc/neut nom/voc/acc superl dual πιστός 2 to be trusted masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστοτάτων — πιστός 1 liquid fem gen superl pl πιστός 1 liquid masc/neut gen superl pl πιστός 2 to be trusted fem gen superl pl πιστός 2 to be trusted masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστοτέρων — πιστός 1 liquid fem gen comp pl πιστός 1 liquid masc/neut gen comp pl πιστός 2 to be trusted fem gen comp pl πιστός 2 to be trusted masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστοτέρως — πιστός 1 liquid adverbial comp πιστός 1 liquid masc acc comp pl (doric) πιστός 2 to be trusted adverbial comp πιστός 2 to be trusted masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστότατα — πιστός 1 liquid adverbial superl πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc superl pl πιστός 2 to be trusted adverbial superl πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστότατον — πιστός 1 liquid masc acc superl sg πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc superl sg πιστός 2 to be trusted masc acc superl sg πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισταῖς — πιστός 1 liquid fem dat pl πιστός 2 to be trusted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)