-
1 πισσαλιφής
πισσ-ᾰλῐφής, ές,A tarred, pitched, Eust.1561.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσαλιφής
-
2 πισσαλοιφέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσαλοιφέω
-
3 πίσσανθος
A the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand, Gal.11.520.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίσσανθος
-
4 πισσάριον
πισσ-άριον, τό,A a little pitch, Archig. ap. Gal.12.978.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσάριον
-
5 πισσάσφαλτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσάσφαλτος
-
6 πισσέλαιον
πισσ-έλαιον, τό,A = πίσσανθος, Dsc.1.72 ; also, mixture of oil and pitch, Hippiatr.20,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσέλαιον
-
7 πισσήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσήεις
-
8 πισσήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσήρης
-
9 πισσηρός
A = πισσήεις, ἡ π. (sc. κηρωτή) pitch ointment, Hp.Fract.24, cf. Gal.18(2).365.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσηρός
-
10 πίσσησις
A = πίσσωσις, IG42(1).102.238,245 (Epid.,ivB. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίσσησις
-
11 πισσίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσίζω
-
12 πίσσινος
A of or from pitch, pitched, κάδος π. Ar.Fr. 269, IG22.1648.27 (pl.); like pitch,δρόσος Luc. VH2.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίσσινος
-
13 πίσσιος
A v. ἐργατήσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίσσιος
-
14 πισσίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσίτης
-
15 πισσόω
A pitch over, pitch,τὰς ὀροφάς IG22.659.25
; τὰς ναῦς Sch.Ar.Pl. 1093 :—[voice] Pass., Chrysipp.Stoic.2.110, Dsc.5.12,31 ; of bronze statues, in order to take casts of them, Luc.JTr. 33; in order to clean them, Id.Lex.11.II [voice] Med., remove the hair by means of a pitch-plaster, οἱ βάρβαροι πιττοῦνται τὰ σώματα Theopomp. Hist. 195, cf. Luc.Rh.Pr.23;πιττούμενος τὰ σκέλη Id.Demon.50
, cf. Merc.Cond.33. -
16 πίσσυγγος
πίσσ-υγγος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίσσυγγος
-
17 πισσώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσώδης
-
18 πίσσωσις
A a pitching over, PCair.Zen.271.9 (iii B. C.), Gal.6.443, Archig. ap. Aët.3.180.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίσσωσις
-
19 πισσωτέον
A one must pitch, Gp.6.3.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσωτέον
-
20 πισσωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσωτής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πασσαλείφω — και πασσαλείβω 1. επαλείφω κάτι με πρόχειρο και άτεχνο τρόπο 2. λερώνω κάτι επαλείφοντας το («πάσσαλειψες τα ρούχα σου με τη σοκολάτα») 3. αποκτώ ατελείς, επιπόλαιες γνώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισσ αλείφω < πισσ αλοιφῶ (< πίσσα + άλοιφος <… … Dictionary of Greek
καπνίτης — ὁ (Α καπνίτης) νεοελλ. ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρία αρχ. φρ. «καπνίτης λίθος» καπνιαίος* λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. ίτης, (πρβλ. πισσ ίτης, πυρ ίτης)] … Dictionary of Greek
μυραλοιφώ — μυραλοιφῶ, έω (Α) αλείφω κάποιον με μύρο ή αλείφομαι με μύρο, αρωματίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μυρ αλοιφός < μύρον + ἀλείφω (πρβλ. ξηρ αλοιφώ, πισσ αλοιφώ)] … Dictionary of Greek