-
1 Πηλείωνι
Πηλείωνson of Peleus: masc dat sgΠηλεύςson of Peleus: masc dat sg
См. также в других словарях:
Πηλείωνι — Πηλείων son of Peleus masc dat sg Πηλεύς son of Peleus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek