Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πηκτίδων+μέλη

См. также в других словарях:

  • κροτητός — κροτητός, ή, όν (Α) [κροτώ] 1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά α) είδη γλυκισμάτων β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ 3. φρ. α) «κροτητὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»