-
41 зайти
зайти 1) (к кому-л., куда -либо) περνώ, πηγαίνω περνώ από κάπου зайдём на почту πάμε να περάσουμε από το τα χυδρομείο я зайду за вами θα ρθω να σας πάρω 2) (о све тилах ) βασιλεύω солнце за шло ο ήλιος βασίλεψε* * *1) (к кому-л., куда-л.) περνώ, πηγαίνω; περνώ από κάπουзайдём на по́чту — πάμε να περάσουμε από το ταχυδρομείο
я зайду́ за ва́ми — θά ρθω να σας πάρω
2) ( о светилах) βασιλεύωсо́лнце зашло́ — ο ήλιος βασίλεψε
-
42 лень
лень 1. ж η τεμπελιά, η οκνηρία 2. предик.: мне \лень идти βαριέμαι να πηγαίνω* * *1. жη τεμπελιά, η οκνηρία2. предик.мне лень идти́ — βαριέμαι να πηγαίνω
-
43 летать
летать, лететь πετώ· лететь самолётом πηγαίνω αεροπορικώς- когда мы летим? πότε φεύγουμε; ◇ время летит о καιρός περνάει* * *= лететьлете́ть самолётом — πηγαίνω αεροπορικώς
когда́ мы лети́м? — πότε φεύγουμε
••вре́мя лети́т — ο καιρός περνάει
-
44 маршировать
маршировать πηγαίνω με βήμα, βαδίζω; παρελαύνω (на параде)* * *πηγαίνω με βήμα, βαδίζω; παρελαύνω ( на параде) -
45 навстречу
навстречу σε προϋπάντηση* выйти \навстречу βγαίνω σε προϋπάντηση пойти \навстречу кому-л. а) πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον* б) перен. Έρχομαι να βοηθήσω κάποιον* * *вы́йти навстре́чу — βγαίνω σε προϋπάντηση
пойти́ навстре́чу кому́-л. — а)πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον б) перен. έρχομαι να βοηθήσω κάποιον
-
46 нога
-
47 нужно
нужно (необходимо) πρέπει, χρειάζεται· мне \нужно идти πρέπει να πηγαίνω· не \нужно δε χρειάζεται 2) (требуется): что вам \нужно? τι θέλετε; τι επιθυμείτε; вам ничего не \нужно? θέλετε τίποτα;* * *1) ( необходимо) πρέπει, χρειάζεταιмне ну́жно идти́ — πρέπει να πηγαίνω
не ну́жно — δε χρειάζεται
2) ( требуется)что вам ну́жно? — τι θέλετε; τι επιθυμείτε
вам ничего́ не ну́жно? — θέλετε τίποτα
-
48 обойти
обойти 1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω- γύρω 2) (побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι ◇ \обойти молчанием αποσιωπώ* * *1) (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, πηγαίνω γύρω-γύρω2) ( побывать всюду) επισκέπτομαι, περιφέρομαι••обойти́ молча́нием — αποσιωπώ
-
49 отстать
отстать καθυστερώ, μένω πίσω· πηγαίνω πίσω (тж. о часах)* * *καθυστερώ, μένω πίσω; πηγαίνω πίσω (тж. о часах) -
50 поехать
-
51 посетить
посетить, посещать 1) επισκέπτομαι· часто посещать συχνάζω* \посетить курс лекций παρακολουθώ μια σειρά παραδόσεων 2): посещать школу πηγαίνω στο σχολείο* * *= посещать1) επισκέπτομαιча́сто посеща́ть — συχνάζω
посети́ть курс ле́кций — παρακολουθώ μια σειρά παραδόσεων
2)посеща́ть шко́лу — πηγαίνω στο σχολείο
-
52 следовать
следовать 1) (идти следом ) ακολουθώ 2) (о поезде и т. п.) πηγαίνω, κατευθύνομαι; поезд \следоватьует до Москвы το τρένο πηγαίνει ως τη Μόσχα 3): \следоватьует безл. (нужно, тж. причитается) πρέπει* \следоватьует помнить πρέπει να θυμάται κανείς· сколько с меня \следоватьует? πόσο πρέπει να πληρώσω; ◇ как \следоватьует όπως πρέπει* * *1) ( идти следом) ακολουθώ2) (о поезде и т. п.) πηγαίνω, κατευθύνομαιпо́езд сле́дует до Москвы́ — το τρένο πηγαίνει ως τη Μόσχα
3)сле́дует — безл. (нужно, тж. причитается) πρέπει
сле́дует по́мнить — πρέπει να θυμάται κανείς
ско́лько с меня́ сле́дует? — πόσο πρέπει να πληρώσω
••как сле́дует — όπως πρέπει
-
53 съездить
-
54 тоже
-
55 хотеть
хотеть θέλω, επιθυμώ; чего вы хотите? τι θέλετε; я хотел бы пойти...θα ήθελα πολύ να πηγαίνω...· как хотите όπως θέλετε, όπως επιθυμείτε \хотеться безл.: мне (не) хочется... (δεν) θέλω να...· мне хотелось бы... θα ήθελα να...* * *θέλω, επιθυμώчего́ вы хоти́те? — τι θέλετε
я хоте́л бы пойти́… — θα ήθελα πολύ να πηγαίνω…
как хоти́те — όπως θέλετε, όπως επιθυμείτε
-
56 через
через 1) (о пространстве) μέσα από; перепрыгнуть \через ручей πηδώ το ρυάκι· дорога идёт \через лес о δρόμος περνά μέσα από το δάσος· Охать в Москву через Киев πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο 2) (ο времени) μετά, σε. ύστερα από; \через две недели μετά (или ύστερα από) δυο βδομάδες; \через некоторое время σε λίγο καιρό 3) (посредством) διάμεσο, μέσο; \через газету μέσο της εφημερίδας череп м το κρανίο* * *1) ( о пространстве) μέσα απόперепры́гнуть че́рез руче́й — πηδώ το ρυάκι
доро́га идёт че́рез лес — ο δρόμος περνά μέσα από το δάσος
е́хать в Москву́ че́рез Ки́ев — πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο
2) ( о времени) μετά, σε, ύστερα απόче́рез две неде́ли — μετά ( или ύστερα από) δυο βδομάδες
че́рез не́которое вре́мя — σε λίγο καιρό
3) ( посредством) διάμεσο, μέσοче́рез газе́ту — μέσο της εφημερίδας
-
57 бывать
быва||тьнесов1. (иметься, суще^. вовать) 'έχω, ὑπάρχω:\быватьет ли у тебя время? ἔχεις καιρό;;2. (случапгьщ συμβαίνω, τυχαίνω/ γίνομαι (прои^. дить):\быватьют странные случаи συμβαίνον περίεργα πράγματα, συμβαίνουν παράς^. περιπτώσεις; заседание \быватьет раз в меся» συνεδρίαση γίνεται μιά φορά τό μήνα; не \бывать этому! αὐτό δέν θά γίνει ποτέ!;3. (быть, находиться) είμαι, βρίσκομαι; она всегда в э́то время \быватьет дома τέτοια ὠρα εἶναι (или βρίσκεται) πάντοτε σπίτι;4. (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:я часто \быватью в театре πηγαίνω συχνά στό θέατρο; по вечерам он \быватьет в клубе τά βράδυα συχνάζει στή λεσχη;5. (в знач. связки) είμαι:\быватьет жаль, что... εἶναι λυπηρό, πού...; ◊ как ни в чем не \быватьло σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε; его там и не \быватьло αὐτός οὔτε πέρασε ποτέ ἀπό ἐκεϊ. -
58 верхом
ве́рхомнареч1. ἀπό πάνω, ἀπό ψηλά:идти́ \верхом πηγαίνω ἀπό τόν ἀπάνω δρόμὁ.2. (выше краев) разг ξέχειλα, ὡς ἀπάνω.верхо́м нареч καβάλ(λ)α, ἐφιππος:ездить \верхом πάω καβάλλα, πηγαίνω ἐφιππος, κάνω ίππασία. -
59 забегать
забе́га||ть Iсов ἀρχίζω νά τρέχω:у него́ глаза \забегатьли τά μάτια του ἄρχισαν νά παίζουν.забега́ть IIнесов1. (мимоходом) πηγαίνω περαστικός, περνώ ἀπό, πετιέμαι ὠς:\забегать κ кому-л. πηγαίνω περαστικός σέ κάποιον \забегать в магазин πετιέμαι ὡς τό μαγαζί·2. (далеко) τρέχω μακρυά·3. (вперед) προηγούμαι, προπορεύομαι, τρέχω ἐμπρός. -
60 заезжать
заезжатьнесов1. (к кому-л., куда-либо) ἐπισκέπτομαι κάποιον περαστικός / περνῶ περαστικός (мимоходом):\заезжать далеко προχωρώ πολύ μακρυά·2. (въезжать) μπαίνω (или είσέρχομαι, είσχωρώ) (με μεταφορικό μέσο)·3. (за кем-л., за чем-либо) πηγαίνω νά φέρω, πηγαίνω νά πάρω κάποιον.
См. также в других словарях:
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
πηγαίνω — πάω / πηγαίνω, πήγα, πηγεμένος βλ. πίν. 192 (και ως απρόσ. πάει) Σημειώσεις: πάω – πηγαίνω : δεν αντιστοιχούν πάντοτε οι δύο τύποι στις ίδιες σημασίες. Το πάω χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις, όπως: πάω για..., πάω να..., πάω χαμένος, πού θα… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πηγαίνω — πήγα, πηγεμένος και παγεμένος 1. πορεύομαι, πάω κάπου: Πήγα κι ήρθα τόσες φορές. 2. πάω συχνά, συχνάζω κάπου: Δεν πηγαίνω στο γήπεδο. 3. φεύγω, αναχωρώ: Είναι ώρα να πηγαίνουμε. 4. μτφ., βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση, εξελίσσομαι, καταντώ: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημερονυκτοβαίνω — πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου, μέρα νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + νυκτ(ο) (< νυξ) + βαίνω] … Dictionary of Greek
ξαναπάω — πηγαίνω κάπου για δεύτερη ή για πολλοστή φορά … Dictionary of Greek
πηγαινοέρχομαι — πηγαίνω κι έρχομαι συχνά: Πηγαινοέρχεται από το γραφείο στο σπίτι δυο φορές την ημέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επισκέπτομαι — (AM ἐπισκέπτομαι) [σκέπτομαι] 1. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τόν δω, να τόν χαιρετήσω, να τού ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ) 2. (για γιατρό) πηγαίνω σε άρρωστο για να τόν εξετάσω 3. (για αξιωματούχους) επιθεωρώ νεοελλ.… … Dictionary of Greek
καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… … Dictionary of Greek
μέτειμι — (I) μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους 2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ… … Dictionary of Greek
μεθέπω — (Α) (μόνο ποιητ., ιδίως επικ.) 1. πηγαίνω πίσω από κάποιον, τόν ακολουθώ από κοντά, πλησιάζω («ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.) 2. (με αιτ.) ακολουθώ κάποιον με τα μάτια μου («ἡνίοχον μέθεπε θρασύν», Ομ. Ιλ.) 3. συνεκδ. ζητώ, αναζητώ κάποιον… … Dictionary of Greek
φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… … Dictionary of Greek