-
1 görmüşlük
πείρα, εμπειρία -
2 tecrübe
πείρα, εμπειρία, τριβή -
3 опыт
-а α.1. πείρα•обмен -ом ανταλλαγή πείρας•
жизненный опыт η πείρα της ζωής•
административный опыт διοικητική πείρα•
военный опыт στρατιωτική πείρα•
личный опыт προσωπική πείρα•
по -у από πείρα•
по собственному -у εξ ιδίας πείρας•
наученный горьким -ом διδαγμένος από την πικρή πείρα.
2. (φιλοσ.) εμπειρία•чувственный опыт αισθησιακή εμπειρία.
3. πείραμα•производить физические -ы κάνω πειράματα φυσικής.
4. δοκιμή, πρόβα. || δοκιμασία•это его первый опыт αυτό είναι η πρώτη του δοκιμασία.
-
4 опыт
опытм1. (совокупность знаний, навыков) ἡ πείρα:жизненный \опыт ἡ πείρα τής ζωής· обмен \опытом ἡ ἀνταλλαγή (τής) πείρας· убеждаться на \опыте πείθομαι ἀπό τήν πείρα· знать по собственному \опыту γνωρίζω ἐξ ίδίας πείρας· отсу́тствие \опыта ἡ ἀπειροσύνη, ἡ ἔλλειψις πείρας·2. (эксперимент) τό πείραμα / ἡ δοκιμή, ἡ δοκιμασία (проба):производить \опыты κά(μ)-νω πειράματα, πειραματίζομαι· лабораторные \опыты τά ἐργαστηριακά πειράματα. -
5 опытность
-и θ.πείρα•опытность врача ή πείρα του γιατρού•
житейский опытность η πείρα της ζωής.
-
6 навык
-
7 опыт
опыт м 1) (навык) η πείρα, η εμπειρία 2) (эксперимент) η δοκιμή, το πείραμα* * *м1) ( навык) η πείρα, η εμπειρία2) ( эксперимент) η δοκιμή, το πείραμα -
8 практика
практика ж 1) η πρακτική, η πράξη· на \практикае στην πράξη· применить на \практикае εφαρμόζω στην πράξη 2) (опыт ) η πείρα- η πρακτική εξάσκηση (стажировка)* * *ж1) η πρακτική, η πράξηна пра́ктике — στην πράξη
примени́ть на пра́ктике — εφαρμόζω στην πράξη
2) ( опыт) η πείρα; η πρακτική εξάσκηση ( стажировка) -
9 навык
навыкм ἡ πείρα / ἡ συνήθεια (привычка)/ ἡ εὐχέρεια (легкость):приобрести \навык в работе ἀποκτώ πείρα στή δουλειά. -
10 сноровка
сноровк||аж ἡ πείρα, ἡ ἐπιδεξιότητα:иметь \сноровкау в чем-л. ἔχω πείρα σέ κάτι. -
11 ухватка
ухватк||аж разг1. (ловкость, сноровка) ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ πείρα:у него́ в работе нет \ухваткаи δέν 8χα πείρα τής δουλειᾶς·2. (манеры.) οἱ τρόποι, τό ὑφος, ἡ συμπεριφορά. -
12 навык
-а α.συνήθεια (από εξάσκηση)• πείρα•трудовые -и η πείρα της δουλειά?, ο αέρας της δουλειάς.
-
13 накопить
-оплю, -бпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накопленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. (εν)αποταμιεύω οικονομώ•накопить деньги μαζεύω χρήματα.
2. μτφ. αποκτώ συλλέγω, συσσωρεύω•накопить опыт αποκτώ πείρα•
накопить много знаний αποκτώ πολλές γνώσεις•
накопить дел συσσωρεύω υποθέσεις.
αποκτιέμαι• συσσωρεύομαι, μαζεύομαι•-лся опыт αποκτήθηκε πείρα•
за шкафом -лась много пыли πίσω από τη ντουλάπα μαζεύτηκε πολύ σκόνη.
-
14 практика
-и θ.1. (φιλοσ.) η πρακτική, η πραγματικότητα η ζωή η ύπαρξη.2. εφαρμογή στην πράξη, πρακτική, πράξη.3. εξάσκηση•частная практика ατομική πρακτική εξάσκηση•
педагогическая практика παιδαγωγικές πρακτικές ασκήσεις•
заниматься медицинской практикой εργάζομαι γιατρός•
сочетать теорию с -ой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.
|| πελατεία πείρα•врач с большой -ой γιατρός με μεγάλη πελατεία•
врач с многолетней -ой γιατρός με πολυετή πείρα.
-
15 эмпирический
επ.1. εμπειρικός•-ая философия η εμπειρική φιλοσοφία.
2. έμπειρος, από πείρα, στηριζόμενος στην πείρα. -
16 навык
η επαγγελματική ικανότηταη πείραη εμπειρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > навык
-
17 опыт
1. (эксперимент) το πείραμα 2. (практика) η πείραη πρακτικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опыт
-
18 быть
бытьнесов1. (существовать) ὑπάρχω, ζῶ, ὑφίσταμαι/ ἔχω (иметься, быть в наличии):у него есть опыт αὐτός ἔχει πείρα; есть люди, которые... ὑπάρχουν ἀνθρωποι, πού...;2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι;3. (происходить, состояться) γίνομαι, λαβαίνω (или λαμβάνω) χώραν:заседание будет в среду ἡ συνεδρίαση θά γίνει (или θά λάβει χώραν) τήν Τετάρτή4. (в знач. связки) είμαι:он был служащим ήταν ὑπάλληλος; ◊ так и \быть ἐστω, ἄς εἶναι, καλά; может \быть πιθανόν, μπορεί, ίσως; будь что будет! ὅ, τι θέλει ἀς γίνει!; как бы то ни было ὁπως καί να ' χει τό πράγμα. -
19 жизненный
жи́зненн||ыйприл1. ζωικός, ζωτικός, τῆς ζωής:\жизненныйый путь ἡ ζωή· \жизненныйый опыт ἡ πείρα τής ζωής·2. (важный, необходимый) ζωτικός:\жизненныйый вопрос τό ζωτικό ζήτημα· \жизненныйые интересы τά ζωτικά συμφέροντα. -
20 набить
наби́тьсов см. набивать· \набить гвоздей в стену καρφώνω καρφιά στον τοίχο· \набить обруч на бочку περνώ στεφάνι στό βαρέλι· ◊ \набить карман πλουτίζω, βγάζω· \набить ру́ку ἀποκτῶ πείρα· \набить оскомину а) μουδιάζουν τά δόντια, б) перен μπουχτίζω κάτι.
См. также в других словарях:
πειρά — πειρά̱ , πειρά sharp point fem nom/voc/acc dual πειρά̱ , πειρά sharp point fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείρα — Πείρᾱ , Πείρευς masc acc sg (attic) Πείρᾱ , Πείρης masc nom/voc/acc dual Πείρᾱ , Πείρης masc voc sg (attic) Πείρᾱ , Πείρης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρᾷ — πειρά sharp point fem dat sg (attic doric aeolic) πειράω attempt pres subj mp 2nd sg πειράω attempt pres ind mp 2nd sg (epic) πειράω attempt pres subj act 3rd sg πειράω attempt pres ind act 3rd sg (epic) πειράζω make proof fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείρᾳ — Πείρᾱͅ , Πείρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
πείρα — πεί̱ρᾱ , πεῖρα trial fem nom/voc/acc dual πείρᾱ , πειράω attempt pres imperat act 2nd sg πείρᾱ , πειράω attempt imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρα — η βαθιά γνώση που αποκτήθηκε στην πράξη, εμπειρία: Ο νέος δεν έχει πείρα από τη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεῖρα — πείρω pierce aor ind act 1st sg (homeric ionic) πεῖρα trial fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεῖρᾳ — πεῖραι , πείρω pierce aor imperat mid 2nd sg πεῖραι , πείρω pierce aor inf act πεῖραι , πεῖρα trial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρᾳ — πεί̱ρᾱͅ , πεῖρα trial fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρά — ή, Α [πείρω] (ποιητ. τ.) οξεία ακμή, κόψη, αιχμή («πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek