Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πείρᾳ

  • 121 πειράσατε

    πειρά̱σατε, πειράω
    attempt: aor imperat act 2nd pl (attic)
    πειρά̱σατε, πειράω
    attempt: aor imperat act 2nd pl (doric aeolic)
    πειράζω
    make proof: aor imperat act 2nd pl
    πειράζω
    make proof: aor ind act 2nd pl (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > πειράσατε

  • 122 πειράσειν

    πειρά̱σειν, πειράω
    attempt: fut inf act (attic epic)
    πειρά̱σειν, πειράω
    attempt: fut inf act (attic epic doric aeolic)
    πειράζω
    make proof: fut inf act (attic epic)

    Morphologia Graeca > πειράσειν

  • 123 πειράσεσθαι

    πειρά̱σεσθαι, πειράω
    attempt: fut inf mid (attic)
    πειρά̱σεσθαι, πειράω
    attempt: fut inf mid (doric aeolic)
    πειράζω
    make proof: fut inf mid

    Morphologia Graeca > πειράσεσθαι

  • 124 πειράσεσθε

    πειρά̱σεσθε, πειράω
    attempt: fut ind mid 2nd pl (attic)
    πειρά̱σεσθε, πειράω
    attempt: fut ind mid 2nd pl (doric aeolic)
    πειράζω
    make proof: fut ind mid 2nd pl

    Morphologia Graeca > πειράσεσθε

  • 125 πειράσηται

    πειρά̱σηται, πειράω
    attempt: aor subj mid 3rd sg (attic)
    πειρά̱σηται, πειράω
    attempt: aor subj mid 3rd sg (doric aeolic)
    πειράζω
    make proof: aor subj mid 3rd sg

    Morphologia Graeca > πειράσηται

  • 126 πειράσητε

    πειρά̱σητε, πειράω
    attempt: aor subj act 2nd pl (attic)
    πειρά̱σητε, πειράω
    attempt: aor subj act 2nd pl (doric aeolic)
    πειράζω
    make proof: aor subj act 2nd pl

    Morphologia Graeca > πειράσητε

  • 127 πειράσοιντο

    πειρά̱σοιντο, πειράω
    attempt: fut opt mid 3rd pl (attic)
    πειρά̱σοιντο, πειράω
    attempt: fut opt mid 3rd pl (doric aeolic)
    πειράζω
    make proof: fut opt mid 3rd pl

    Morphologia Graeca > πειράσοιντο

  • 128 πειράσοιτο

    πειρά̱σοιτο, πειράω
    attempt: fut opt mid 3rd sg (attic)
    πειρά̱σοιτο, πειράω
    attempt: fut opt mid 3rd sg (doric aeolic)
    πειράζω
    make proof: fut opt mid 3rd sg

    Morphologia Graeca > πειράσοιτο

См. также в других словарях:

  • πειρά — πειρά̱ , πειρά sharp point fem nom/voc/acc dual πειρά̱ , πειρά sharp point fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πείρα — Πείρᾱ , Πείρευς masc acc sg (attic) Πείρᾱ , Πείρης masc nom/voc/acc dual Πείρᾱ , Πείρης masc voc sg (attic) Πείρᾱ , Πείρης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρᾷ — πειρά sharp point fem dat sg (attic doric aeolic) πειράω attempt pres subj mp 2nd sg πειράω attempt pres ind mp 2nd sg (epic) πειράω attempt pres subj act 3rd sg πειράω attempt pres ind act 3rd sg (epic) πειράζω make proof fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πείρᾳ — Πείρᾱͅ , Πείρης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • πείρα — πεί̱ρᾱ , πεῖρα trial fem nom/voc/acc dual πείρᾱ , πειράω attempt pres imperat act 2nd sg πείρᾱ , πειράω attempt imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρα — η βαθιά γνώση που αποκτήθηκε στην πράξη, εμπειρία: Ο νέος δεν έχει πείρα από τη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεῖρα — πείρω pierce aor ind act 1st sg (homeric ionic) πεῖρα trial fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεῖρᾳ — πεῖραι , πείρω pierce aor imperat mid 2nd sg πεῖραι , πείρω pierce aor inf act πεῖραι , πεῖρα trial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρᾳ — πεί̱ρᾱͅ , πεῖρα trial fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρά — ή, Α [πείρω] (ποιητ. τ.) οξεία ακμή, κόψη, αιχμή («πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»