-
1 πεφραδεμεν...
-
2 πεφραδεειν
См. также в других словарях:
πεφραδέμεν — φράζω point out aor inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πεφραδεμεν...
2 πεφραδεειν
πεφραδέμεν — φράζω point out aor inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)