-
1 чуть
чуть παραλίγο; μόλις (едва); \чуть больше λίγο περισσότερο; он \чуть не упал παραλίγο να πέσει* * *παραλίγο; μόλις ( едва); πέσειчуть бо́льше — λίγο περισσότερο
он чуть не упа́л — παραλίγο να πέσει
-
2 было
было: чуть \было не... παρα λίγο να... он чуть \было не упал παραλίγο να πέσει* * *чуть бы́ло не... — παραλίγο να…
он чуть бы́ло не упа́л — παραλίγο να πέσει
-
3 выпадать
выпадать, выпасть 1) πέφτω книга выпала у меня из рук το βιβλίο μου έπεσε απ' τα χέρια 2) (об осадках): выпало много дождей έχουν πέσει πολλές βροχές выпал снег χιόνισε, έπεσε χιόνι* * *= выпасть1) πέφτωкни́га вы́пала у меня́ из рук — το βιβλίο μου έπεσε απ; τα χέρια
2) ( об осадках)вы́пало мно́го дожде́й — έχουν πέσει πολλές βροχές
вы́пал снег — χιόνισε, έπεσε χιόνι
-
4 ронять
-
5 вытрясти
вытрясти, вытряхнутьсов, вытряхивать несов1. τινάζω, ξετινάζω, ἀποσείω, ἀποτινάσσω:\вытрясти ковер τινάζω τό χαλί· \вытрясти пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη·2. (вываливать) ρίχνω, ἀφήνω νά πέσει, τινάζω νά πέσει. -
6 вытряхнуть
вытрясти, вытряхнутьсов, вытряхивать несов1. τινάζω, ξετινάζω, ἀποσείω, ἀποτινάσσω:\вытряхнуть ковер τινάζω τό χαλί· \вытряхнуть пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη·2. (вываливать) ρίχνω, ἀφήνω νά πέσει, τινάζω νά πέσει. -
7 яблоко
яблок||ос τό μήλο[ν]· ◊ глазное \яблоко анат. ὁ βολβός (τοῦ ματιοῦ)· адамово \яблоко анат. τό μήλο[ν] τοῦ 'Αδάμ, τό καρύδι τού λαιμοῦ· \яблоко раздора τό μήλο[ν] τής ἐριδος· лошадь в \яблокоах ἄλογο μέ βοῦλ-λες· \яблокоу негде упасть ὁὔτε βελόνα δέν μπορεί νά πέσει· \яблоко от яблони недалеко́ падает посл. τό μήλο κάτω ἀπ' τή μηλιά θά πέσει, κατά μάννα κατά κύρη κάνανε καί γιό Ζαφείρη. -
8 выронить
выронитьсов ἀφήνω νά πέσει κάτι, ἀπολΰω, ρίχνω ἀθελα. -
9 вышибать
вышибатьнесов, вышибить сов разг1. σπάζω, διαρρηγνύω:\вышибать из рук ρίπτω κάτω, ρίχνω (πετῶ или κάνω) νά πέσει ἀπό τά χέρια (ἄλλου)· \вышибать дно ξεπατώνω, βγάζω τόν πάτο·2. (выгонять) πετῶ, βγάζω ἔξω. -
10 заронить
заронитьсов1. разг (уронить за...) ἀφήνω νά μοῦ πέσει, ρίχνω:\заронить и́скру πετῶ σπίθα·2. перен ρίχνω, σπέρνω:\заронить сомнения в ком-л. σπέρνω ἀμφιβολία σέ κάποιον. -
11 кулик
куликм (птица) ὁ κολυρίων, ἡ βαλ-τομπεκάτσα· ◊ всяк \кулик свое болото хвалит посл. з< ἄν δέν παινέσεις τό σπίτι σου θά πέσει νά σέ πλακώσει. -
12 опускать
опускатьнесов1. κατεβάζω, χαμηλώνω (μετ.), ἀφήνω νά πέσει / ὑποστέλλω (флаг, парус)/ ξεσφίγγω, χαλαρώνω (поводья):\опускать глаза χαμηλώνω τό βλέμμα· \опускать голову κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό κεφάλι μου· \опускать ру́ки а) κατεβάζω τά χέρια, б) перен παραλύω, χάνω τό κουράγιο μου· \опускать письмо ρίχνω τό γράμμα στό γραμματοκιβώτιο· \опускать занавес κλείνω τήν αὐλαία, κλείνω τό παραπέτασμα· \опускать в могилу βάζω στόν τάφο, ἐνταφιάζω·2. (откидывать) χαμηλώνω (μετ.), φέρω κάτω:\опускать воротник κατεβάζω τόν γιακά·3. (делать пропуск) παραλείπω, ἐξαιρώ:\опускать подробности в рассказе παραλείπω τίς λεπτομέρειες. -
13 ронять
ронятьнесов1. ἀφήνω νά μοδ πέσει, ρίχνω:\ронять из рук μοϋ πέφτει ἀπό τά χέρια· \ронять книги со стола ρίχνω τά βιβλία ἀπό τό τραπέζι·2. (бессильно опускать вниз) γέρνω, ρίχνω, κατεβάζω:\ронять голову на грудь γέρνω τό κεφάλι μου στό στήθος'3. (лишаться чего-л.):\ронять оперение πτερορροώ, μοῦ πέφτουν τά φτερά· \ронять листья φυλορροώ, μοϋ πέφτουν τά φύλλα·4. перен (умалять) ξεπέφτω, χάνω τήν ὑπόληψη μου:\ронять· свое достоинство χάνω τήν ἀξιοπρέπειάν μου· \ронять себя в чьйх-л. глазах ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· ◊ \ронять слова μιλώ μέ τό στανιό-\ронять слезы χύνω δάκρυα. -
14 сбивать
сбиватьнесов1. (сшибать) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ρίπτω κατά γής:\сбивать орехи (с дерева) ρίχνω κάτω τά καρύδια· \сбивать с ног ρίχνω κάτω, κάνω κάποιον νά πέσει· \сбивать самолет καταρρίπτω ἀεροπλάνο·2. прям., перен (спутывать) μπερδεύω κάποιον, περιπλέκω:\сбивать с толку кого-л. κάνω κάποιον νά τά χάσει, μπερδεύω κάποιον3. (сколачивать) σκαρώνω:\сбивать ящик из досок σκαρώνω κάσα ἀπό τίς σανίδες·4. (масло, сливки и т. п.) χτυπώ, δέρ(ν)ω· <> \сбивать каблуки τρίβω τά τακούνια τῶν παπουτσιών \сбивать цену χαμηλώνω τήν τιμή· \сбивать спесь κόβω τόν ἀέρα κάποιου. -
15 чуть
чуть1. нареч (едва) μόλις, λιγάκι, παρ' ὁλίγο:\чуть видно μόλις φαίνεται· \чуть больше (меньше) λίγο περισσότερο (κάτι λιγώτερο)· \чуть живой μέ τήν ψυχή στό στόμα· чуть-чуть μιά σταλιά, παρ' ὁλίγο· он \чуть не упал παρ' ὁλίγο θά ἐπεφτε, λίγο ἐλλειψε νά πέσει·2. союз:\чуть только... μόλις· ◊ \чуть свет μόλις φέξει, τά χαράματα· \чуть ли не... σχεδόν \чуть ли не каждый день σχεδόν κάθε μέρα· \чуть было не παρ' ὁλίγο νά, λίγο ἐλειψε νά, παρά τρίχα νά· чуть что μέ τό παραμικρό. -
16 drop
[drop] 1. noun1) (a small round or pear-shaped blob of liquid, usually falling: a drop of rain.) σταγόνα2) (a small quantity (of liquid): If you want more wine, there's a drop left.) στάλα3) (an act of falling: a drop in temperature.) πτώση4) (a vertical descent: From the top of the mountain there was a sheer drop of a thousand feet.) γκρεμός2. verb1) (to let fall, usually accidentally: She dropped a box of pins all over the floor.) ρίχνω,αφήνω(να πέσει)2) (to fall: The coin dropped through the grating; The cat dropped on to its paws.) πέφτω3) (to give up (a friend, a habit etc): I think she's dropped the idea of going to London.) παρατώ4) (to set down from a car etc: The bus dropped me at the end of the road.) κατεβάζω5) (to say or write in an informal and casual manner: I'll drop her a note.) ρίχνω•- droplet- droppings
- drop-out
- drop a brick / drop a clanger
- drop back
- drop by
- drop in
- drop off
- drop out -
17 ронять
[ρανγιάτ'] ρ. αφήνω να πέσει -
18 ронять
[ρανγιάτ'] ρ αφήνω να πέσει -
19 было
άτονο μόριοεπρόκειτο•я было собрался уезжать επρόκειτο να αναχωρήσω•
он был чуть было не упал αυτός παρ’ ολίγο δεν έπεσε, λύγο έλειψε να πέσει.
|| στην αρχή, κατ’ αρχήν•я было вовсе не хотел приезжать στην αρχή εγώ καθόλου δεν ήθελα να έρθω.
-
20 висеть
вишу, висишь, ρ.δ.1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•лампа висит η λάμπα κρέμεται.
|| είμαι ευρύχωρος•пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).
2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.
3. επικρέμαμαι•дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.
|| επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.
εκφρ.висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πέσει — πέσος neut nom/voc/acc dual (attic epic) πέσεϊ , πέσος neut dat sg (epic ionic) πέσος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσεῖ — πίπτω Exc. ex libris Herodiani fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ακατάπτωτος — η, ο (Α ἀκατάπτωτος, ον) [καταπίπτω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πέσει (συνήθως με ηθική σημασία να περιπέσει σε ανυποληψία) μσν. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει … Dictionary of Greek
επισκήπτω — ἐπισκήπτω (AM) 1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.) 2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… … Dictionary of Greek
παρίημι — Α 1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι 2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια 3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι 4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ ἐάσω», Σοφ.) 5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ… … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek