Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πεσεῖ

  • 1 чуть

    чуть παραλίγο; μόλις (едва); \чуть больше λίγο περισσότερο; он \чуть не упал παραλίγο να πέσει
    * * *
    παραλίγο; μόλις ( едва); πέσει

    чуть бо́льше — λίγο περισσότερο

    он чуть не упа́л — παραλίγο να πέσει

    Русско-греческий словарь > чуть

  • 2 было

    было: чуть \было не... παρα λίγο να... он чуть \было не упал παραλίγο να πέσει
    * * *

    чуть бы́ло не... — παραλίγο να…

    он чуть бы́ло не упа́л — παραλίγο να πέσει

    Русско-греческий словарь > было

  • 3 выпадать

    выпадать, выпасть 1) πέφτω книга выпала у меня из рук το βιβλίο μου έπεσε απ' τα χέρια 2) (об осадках): выпало много дождей έχουν πέσει πολλές βροχές выпал снег χιόνισε, έπεσε χιόνι
    * * *
    = выпасть

    кни́га вы́пала у меня́ из рук — το βιβλίο μου έπεσε απ; τα χέρια

    вы́пало мно́го дожде́й — έχουν πέσει πολλές βροχές

    вы́пал снег — χιόνισε, έπεσε χιόνι

    Русско-греческий словарь > выпадать

  • 4 ронять

    ронять ρίχνω κάτω, αφήνω να μου πέσει
    * * *
    ρίχνω κάτω, αφήνω να μου πέσει

    Русско-греческий словарь > ронять

  • 5 вытрясти

    вытрясти, вытряхнуть
    сов, вытряхивать несов
    1. τινάζω, ξετινάζω, ἀποσείω, ἀποτινάσσω:
    \вытрясти ковер τινάζω τό χαλί· \вытрясти пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη·
    2. (вываливать) ρίχνω, ἀφήνω νά πέσει, τινάζω νά πέσει.

    Русско-новогреческий словарь > вытрясти

  • 6 вытряхнуть

    вытрясти, вытряхнуть
    сов, вытряхивать несов
    1. τινάζω, ξετινάζω, ἀποσείω, ἀποτινάσσω:
    \вытряхнуть ковер τινάζω τό χαλί· \вытряхнуть пыль ξεσκονίζω, τινάζω τή σκόνη·
    2. (вываливать) ρίχνω, ἀφήνω νά πέσει, τινάζω νά πέσει.

    Русско-новогреческий словарь > вытряхнуть

  • 7 яблоко

    яблок||о
    с τό μήλο[ν]· ◊ глазное \яблоко анат. ὁ βολβός (τοῦ ματιοῦ)· адамово \яблоко анат. τό μήλο[ν] τοῦ 'Αδάμ, τό καρύδι τού λαιμοῦ· \яблоко раздора τό μήλο[ν] τής ἐριδος· лошадь в \яблокоах ἄλογο μέ βοῦλ-λες· \яблокоу негде упасть ὁὔτε βελόνα δέν μπορεί νά πέσει· \яблоко от яблони недалеко́ падает посл. τό μήλο κάτω ἀπ' τή μηλιά θά πέσει, κατά μάννα κατά κύρη κάνανε καί γιό Ζαφείρη.

    Русско-новогреческий словарь > яблоко

  • 8 выронить

    выронить
    сов ἀφήνω νά πέσει κάτι, ἀπολΰω, ρίχνω ἀθελα.

    Русско-новогреческий словарь > выронить

  • 9 вышибать

    вышибать
    несов, вышибить сов разг
    1. σπάζω, διαρρηγνύω:
    \вышибать из рук ρίπτω κάτω, ρίχνω (πετῶ или κάνω) νά πέσει ἀπό τά χέρια (ἄλλου)· \вышибать дно ξεπατώνω, βγάζω τόν πάτο·
    2. (выгонять) πετῶ, βγάζω ἔξω.

    Русско-новогреческий словарь > вышибать

  • 10 заронить

    заронить
    сов
    1. разг (уронить за...) ἀφήνω νά μοῦ πέσει, ρίχνω:
    \заронить и́скру πετῶ σπίθα·
    2. перен ρίχνω, σπέρνω:
    \заронить сомнения в ком-л. σπέρνω ἀμφιβολία σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > заронить

  • 11 кулик

    кулик
    м (птица) ὁ κολυρίων, ἡ βαλ-τομπεκάτσα· ◊ всяк \кулик свое болото хвалит посл. з< ἄν δέν παινέσεις τό σπίτι σου θά πέσει νά σέ πλακώσει.

    Русско-новогреческий словарь > кулик

  • 12 опускать

    опускать
    несов
    1. κατεβάζω, χαμηλώνω (μετ.), ἀφήνω νά πέσει / ὑποστέλλω (флаг, парус)/ ξεσφίγγω, χαλαρώνω (поводья):
    \опускать глаза χαμηλώνω τό βλέμμα· \опускать голову κατεβάζω (или χαμηλώνω) τό κεφάλι μου· \опускать ру́ки а) κατεβάζω τά χέρια, б) перен παραλύω, χάνω τό κουράγιο μου· \опускать письмо ρίχνω τό γράμμα στό γραμματοκιβώτιο· \опускать занавес κλείνω τήν αὐλαία, κλείνω τό παραπέτασμα· \опускать в могилу βάζω στόν τάφο, ἐνταφιάζω·
    2. (откидывать) χαμηλώνω (μετ.), φέρω κάτω:
    \опускать воротник κατεβάζω τόν γιακά·
    3. (делать пропуск) παραλείπω, ἐξαιρώ:
    \опускать подробности в рассказе παραλείπω τίς λεπτομέρειες.

    Русско-новогреческий словарь > опускать

  • 13 ронять

    ронять
    несов
    1. ἀφήνω νά μοδ πέσει, ρίχνω:
    \ронять из рук μοϋ πέφτει ἀπό τά χέρια· \ронять книги со стола ρίχνω τά βιβλία ἀπό τό τραπέζι·
    2. (бессильно опускать вниз) γέρνω, ρίχνω, κατεβάζω:
    \ронять голову на грудь γέρνω τό κεφάλι μου στό στήθος'
    3. (лишаться чего-л.):
    \ронять оперение πτερορροώ, μοῦ πέφτουν τά φτερά· \ронять листья φυλορροώ, μοϋ πέφτουν τά φύλλα·
    4. перен (умалять) ξεπέφτω, χάνω τήν ὑπόληψη μου:
    \ронять· свое достоинство χάνω τήν ἀξιοπρέπειάν μου· \ронять себя в чьйх-л. глазах ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· ◊ \ронять слова μιλώ μέ τό στανιό-\ронять слезы χύνω δάκρυα.

    Русско-новогреческий словарь > ронять

  • 14 сбивать

    сбивать
    несов
    1. (сшибать) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ρίπτω κατά γής:
    \сбивать орехи (с дерева) ρίχνω κάτω τά καρύδια· \сбивать с ног ρίχνω κάτω, κάνω κάποιον νά πέσει· \сбивать самолет καταρρίπτω ἀεροπλάνο·
    2. прям., перен (спутывать) μπερδεύω κάποιον, περιπλέκω:
    \сбивать с толку кого-л. κάνω κάποιον νά τά χάσει, μπερδεύω κάποιον
    3. (сколачивать) σκαρώνω:
    \сбивать ящик из досок σκαρώνω κάσα ἀπό τίς σανίδες·
    4. (масло, сливки и т. п.) χτυπώ, δέρ(ν)ω· <> \сбивать каблуки τρίβω τά τακούνια τῶν παπουτσιών \сбивать цену χαμηλώνω τήν τιμή· \сбивать спесь κόβω τόν ἀέρα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > сбивать

  • 15 чуть

    чуть
    1. нареч (едва) μόλις, λιγάκι, παρ' ὁλίγο:
    \чуть видно μόλις φαίνεται· \чуть больше (меньше) λίγο περισσότερο (κάτι λιγώτερο)· \чуть живой μέ τήν ψυχή στό στόμα· чуть-чуть μιά σταλιά, παρ' ὁλίγο· он \чуть не упал παρ' ὁλίγο θά ἐπεφτε, λίγο ἐλλειψε νά πέσει·
    2. союз:
    \чуть только... μόλις· ◊ \чуть свет μόλις φέξει, τά χαράματα· \чуть ли не... σχεδόν \чуть ли не каждый день σχεδόν κάθε μέρα· \чуть было не παρ' ὁλίγο νά, λίγο ἐλειψε νά, παρά τρίχα νά· чуть что μέ τό παραμικρό.

    Русско-новогреческий словарь > чуть

  • 16 drop

    [drop] 1. noun
    1) (a small round or pear-shaped blob of liquid, usually falling: a drop of rain.) σταγόνα
    2) (a small quantity (of liquid): If you want more wine, there's a drop left.) στάλα
    3) (an act of falling: a drop in temperature.) πτώση
    4) (a vertical descent: From the top of the mountain there was a sheer drop of a thousand feet.) γκρεμός
    2. verb
    1) (to let fall, usually accidentally: She dropped a box of pins all over the floor.) ρίχνω,αφήνω(να πέσει)
    2) (to fall: The coin dropped through the grating; The cat dropped on to its paws.) πέφτω
    3) (to give up (a friend, a habit etc): I think she's dropped the idea of going to London.) παρατώ
    4) (to set down from a car etc: The bus dropped me at the end of the road.) κατεβάζω
    5) (to say or write in an informal and casual manner: I'll drop her a note.) ρίχνω
    - droppings
    - drop-out
    - drop a brick / drop a clanger
    - drop back
    - drop by
    - drop in
    - drop off
    - drop out

    English-Greek dictionary > drop

  • 17 ронять

    [ρανγιάτ'] ρ. αφήνω να πέσει

    Русско-греческий новый словарь > ронять

  • 18 ронять

    [ρανγιάτ'] ρ αφήνω να πέσει

    Русско-эллинский словарь > ронять

  • 19 было

    άτονο μόριο
    επρόκειτο•

    я было собрался уезжать επρόκειτο να αναχωρήσω•

    он был чуть было не упал αυτός παρ’ ολίγο δεν έπεσε, λύγο έλειψε να πέσει.

    || στην αρχή, κατ’ αρχήν•

    я было вовсе не хотел приезжать στην αρχή εγώ καθόλου δεν ήθελα να έρθω.

    Большой русско-греческий словарь > было

  • 20 висеть

    вишу, висишь, ρ.δ.
    1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•

    лампа висит η λάμπα κρέμεται.

    || είμαι ευρύχωρος•

    пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).

    2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•

    на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.

    3. επικρέμαμαι•

    дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.

    || επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•

    беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.

    εκφρ.
    висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•
    висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•
    мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα.

    Большой русско-греческий словарь > висеть

См. также в других словарях:

  • πέσει — πέσος neut nom/voc/acc dual (attic epic) πέσεϊ , πέσος neut dat sg (epic ionic) πέσος neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσεῖ — πίπτω Exc. ex libris Herodiani fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ακατάπτωτος — η, ο (Α ἀκατάπτωτος, ον) [καταπίπτω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πέσει (συνήθως με ηθική σημασία να περιπέσει σε ανυποληψία) μσν. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει …   Dictionary of Greek

  • επισκήπτω — ἐπισκήπτω (AM) 1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.) 2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • παρίημι — Α 1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι 2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια 3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι 4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ ἐάσω», Σοφ.) 5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»