-
61 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
62 соглашение
η συμφωνί/αмежгосударственное - μεταξύ των χωρών, διακρατική -- об обмене научно-технической информацией - ανταλλαγής και ενημέρωσης στα επιστημονικά και τεχνικά θέματαтрёхстороннее - τρίπλευρη/τρι-μερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соглашение
-
63 теория
η θεωρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теория
-
64 исключительный
исключительный αποκλει στικός εξαίρετος, εξαιρετικός (необыкновенный)' в \исключительныйых случаях σε εξαιρετικές περι πτώσεις* * *αποκλειστικός; εξαίρετος, εξαιρετικός ( необыкновенный)в исключи́тельных слу́чаях — σε εξαιρετικές περιπτώσεις
-
65 браунинг
браунингм τό μπράουνινγκ, τό περί-στροφο[ν]. -
66 вкус
вкусм1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:\вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι. -
67 воспаление
воспалениес мед. ἡ φλεγμονή, ἡ φλό-γωση:\воспаление легких ἡ πνευμονία, ἡ περι-πνευμονία· \воспаление· брюшины ἡ περιτονίτιδα· \воспаление по́чек ἡ νεφρίτιδα· \воспаление мочевого пузыря ἡ κυστίτιδα· \воспаление сердечной су́мки ἡ περικαρδίτιδα. -
68 вращаться
вращать||ся1. στρέφομαι, περιστρέφομαι:\вращатьсяся вокру́г оси περιστρέφομαι περί τόν ἀξονα, στρέφομαι γύρω ἀπό τόν ἄξονα·2. (среди кого-л.) συχνάζω, βρίσκομαι τακτικά. -
69 высокий
высо́к||ийприл1. в разн. знач. ὑψηλός:\высокийого роста ὑψηλοῦ ἀναστήματος· \высокийое давление ὑψηλή πίεση/ ἡ ὑπέρταση, ἡ ὑπερπίεση [-ις] (гипертония)· ток \высокийого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· \высокийая температу́ра ἡ ὑψηλή θερμοκρασία/ ὁ ὑψηλός πυρετός (больного)· \высокийая вода ἡ ὕψωση τῶν ὑδάτων, ἡ πλημμύρα, ἡ φουσ-κονεριά· \высокийие цены οἱ ὑψηλες τιμές· \высокийая йота ἡ ὑψηλή νότα·2. (превосходный) ἀνώτερος, ἀριστος:\высокийого качества ἀνωτέρας ποιότητας·3. (значительный) ὑψηλός, μεγάλος:\высокийое звание ὁ ὑψηλός τίτλος· \высокийая ответственность ἡ μεγάλη εὐθύνη· \высокийая честь ἡ μεγάλη τιμἤ занимать \высокий пост κατέχω ὑψηλο ἀξίωμα (или μεγάλη θέση)· ◊ \высокий стиль τό μεγαλοπρεπές ὕφος· \высокий гость ὁ ὑψηλός ξένος· \высокийие договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη· быть \высокийого мнения о чем-л. ἐκτιμώ πολύ, ἔχω περί πολλού. -
70 голубятня
голубятняж ὁ περιστεριώνας, ὁ περι-στερεών. -
71 закрутиться
закрутитьсясов1. (начать крутиться) ἀρχίζω νά (περι)στρέφομαι·2. см. закручиваться13. (захлопотаться) см. закружиться 2. -
72 инцидент
инцидентм τό ἐπεισόδιο[ν], τό περι-στατικό[ν]. -
73 конъюнктура
конъюнкту́р||аж ἡ συγκυρία, ἡ περί· σταση [-ις]/ ἡ κατάσταση [-ις] (обстановка):политическая \конъюнктура ἡ πολιτική κατάσταση[-ις]. -
74 кутать
ку́татьнесов (περι)τυλίγω, κουκουλώνω:\кутать ребенка κουκουλώνω τό μωρό. -
75 ночь
ноч||ьж ἡ νύκτα, ἡ νύχτα, ἡ νύξ:темная (летняя) \ночь ἡ σκοτεινή (ή καλοκαιριάτικη) νύχτα· звездная \ночь ἡ ἀστροφεγγιά· бессонная \ночь ἡ ἄγρυπνη νύχτα· \ночь на дворе ἐξω εἶναι σκοτάδι, ἐνύχτωσε· с наступлением \ночьи μόλις νυχτώσει, μόλις νύχτωσε, περί λύχνων ἀφάς· по \ночьам χ(ς νύχτες, νυχτιάτικα· за \ночь σέ μιά νύχτα· всю \ночь напролет ὅλη τήν νύχτα· спокойной \ночьи καληνύχτα. -
76 о
о I(об, обо) предлог Α. с вин. п.1. (для обозначения соприкосновения) είς, μέ:опираться о край стола ἀκουμπῶ στήν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ· биться головой о стену χτυπώ τό κεφάλι μου στον τοίχο·2. (при повторении существительного означает «рядом-»):рука о́б руку χέρι μέ χέρι· бороться бок ὁ бок ἀγωνίζομαι μαζί, ἀγωνίζομαι πλαΐ πλάι· В. с предл. ἡ. ί. (относительно) γιά, περί:говорить о чем-л. (ό)μιλῶ γιά κάτι· она не думает о нас (αυτή) δέν μᾶς σκέπτεται· лекция о греческой литературе διάλεξη γιά τήν ἐλληνική λογοτεχνία·2. (в смысле «имеющий») уст. μέ:о двух головах μέ δυό κεφάλια, δικέφαλος· стол о трех но́жках τραπέζι μέ τρία πόδια· ◊ об эту пору αὐτόν τόν καιρό.о IIмежд1. (при обращении и при восклицательных словах) &\:о, позор I & τί ντροπή!, ῶ τί ρεζιλίκι!·2. (для выражения удивления, восхищения) ῶ!:о, как хорошо́! ὦ, τί καλά!·3. (для выражения неприятных чувств) ῶχ! -
77 обвиваться
обвивать||ся(περι)τυλίγομαι / περιελίσσομαι (о растениях). -
78 обертывать
оберт||ыватьнесов ί. (περι)τυλίγω, πε-ρικαλύπτω, κουκουλώνω·2. (поворачивать) στρίβω, στρέφω (μετ.), γυρίζω:\обертыватьывать лицо στρέφω τό πρόσωπο. -
79 оболочка
оболочкаж1. τό (περι)κάλυμμα, τό περίβλημα·2. трен. τό περίβλημα·3. анат. слизистая \оболочка ὁ βλεν(ν)ογόνος ὑμήν радужная \оболочка ἡ Ιρις τοῦ ὁφθαλμού· роговая \оболочка ὁ κερατοειδής χιτών. -
80 оборот
оборотм1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:\оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·2. эк. ἡ κυκλοφορία:денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:\оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου.
См. также в других словарях:
περί — round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρι — περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… … Dictionary of Greek
περί — πρόθ., για … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περι- — α συνθετ. πολλών λέξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέρι, Ραλφ — (Perry, 1876 – 1957). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεορεαλισμού. Διετέλεσε καθηγητής στο Χάρβαρντ. Έγραψε διάφορα έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Οι φιλοσοφικές τάσεις της σύγχρονης εποχής (1912), Νεορεαλισμός (1912) και … Dictionary of Greek
Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… … Dictionary of Greek