-
1 βουλευω
1) тж. med. совещаться, обсуждать, советоваться(περί τινος Hom., Her., Thuc., Plat.; med. περί τι и ὑπέρ τινος Plat., τι Thuc., Plat., πρός τι Thuc.)
β. βουλάς Hom. и βουλεύεσθαι βουλήν Plat. — держать совет, совещаться2) тж. med. замышлять, задумывать или постановлять, решать(πῆμα κακόν τινι Hom. и θάνατόν τινι Plat.; med. οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον Thuc.)
ἐς μίαν β. Hom. — решать единогласно;τὸ εὖ βουλεύεσθαι Her. — принятие правильного решения;τὰ βεβουλευμένα Her., Plut. — решения, постановления;οὐ βουλεύσας σωτήριον ἑαυτῷ Plut. — не найдя для себя средства спасения3) давать совет, советовать(τι и τινί Hom., Aesch.)
4) участвовать в совещаниях Her.5) тж. med. заседать в (афинском) Совете Пятисот, быть булевтом Xen., Plat., Arst. -
2 επιχειρεω
1) досл. налагать, класть руку (на что-л., перен. предпринимать что-л.); браться, приниматься (за что-л)(ἔργῳ τοσούτῳ Her.; τηλικαύταις πράξεσιν Plut.; οὐ δίκαιον πρᾶγμα Plat.; καλὸν ἔργον Isocr.)
ἐ. δείπνῳ Hom. — приступать к обеду;ἐ. πηδαλίοις Arph. — браться за руль;ἐ. τυραννίδι Her. — захватить царскую власть;ἐ. ὁδῷ Eur. — пускаться в путь;ἐ. λόγοις Plat. — приняться за составление речей;ἐ. τῇ πολιτικῇ τέχνῃ Plat. — заняться политикой;τῇ διώρυχι ἐ. Her. — начать прорытие канала2) стремиться, пытаться(καταλῦσαι τὸν δῆμον Arst.)
δρησμῷ ἐ. Her. — пытаться бежать (затевать побег);ἐ. τοῖς ἀδυνάτοις Xen. — стремиться к невозможному;τὸ ἐπιχειρούμενον Thuc., Plat.; — задуманное произведение, предпринятое (начатое) дело3) нападать, бросаться(τινι Her., Thuc., Arst., Luc., Plut., πρός τινα Thuc., ἐπί τινα Plat. и εἴς τι Diod.)
; pass. подвергаться нападению Thuc., Plut.4) лог. доказывать, умозаключатьἐ. πρός τι Arst. — умозаключать к чему-л.
См. также в других словарях:
Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… … Dictionary of Greek
Πράτσικας, Χρήστος — (Πάτρα 1888 – Αθήνα 1970). Έλληνας νομικός. Τακτικός καθηγητής Αστικού δικαίου στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1939), δημοσίευσε πολυάριθμα έργα μεταξύ των οποίων: Περί της εξ αδιαθέτου διαδοχής (1923), Περί δεδικασμένου κατά το… … Dictionary of Greek
Σβώλος, Αλέξανδρος — Έλληνας νομικός και πολιτικός (Κρούσοβο, Μακεδονία 1892 Αθήνα 1956). Αριστούχος διδάκτορας της νομικής σχολής του πανεπιστήμιου Αθηνών το 1915, με τη διατριβή Το δικαίωμα του συνεταρίζεσθαι και το δίκαιον των σωματείων κατά το σύνταγμα και τον… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος — (Καρπενήσι 1881 – Αθήνα 1966). Έλληνας νομικός με πολυσύνθετη ακαδημαϊκή και επιστημονική δράση. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και στο Βερολίνο, δικηγόρος (1903), υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου (1908) τακτικός καθηγητής της έδρας (1918)· παύτηκε το 1920 … Dictionary of Greek
Κρασσάς, Αλκιβιάδης — (Ναύπλιο 1840 – Αθήνα 1912). Νομικός, δικαστικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Υφηγητής του ρωμαϊκού δικαίου το 1865, διαδέχθηκε (1879) τον Παύλο Καλλιγά στην ομώνυμη έδρα της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε παράλληλα… … Dictionary of Greek
Μομφερράτος, Αντώνιος — (Ναύπλιο 1852 – Αθήνα 1924). Πολιτικός. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής Κεφαλληνίας, χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός (Δικαιοσύνης το 1898, Παιδείας το 1902, Εξωτερικών το 1916) και το 1911 έγινε καθηγητής του αστικού δικαίου στη νομική σχολή του… … Dictionary of Greek
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français
Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
Στρέιτ — Επώνυμο ελληνικής οικογένειας νομομαθών. 1. Στέφανος (1835 – 1920). Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Γερμανία και ακολούθησε έπειτα το δικαστικό κλάδο. Το 1872 παραιτήθηκε από τη θέση του και διορίστηκε διευθυντής,του υποκαταστήματος της Εθνικής … Dictionary of Greek