Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

περὶ+τοῦ+ποιεῖν

  • 1 Duty

    subs.
    What is fitting: P. and V. τὸ πρέπον, τὸ προσῆκον.
    What is necessary: P. and V. τὰ δέοντα.
    No plea or excuseis left to you for refusing to do your duty: P. οὐδὲ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἐθʼ ὑμῖν τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν ἐθέλειν ὑπολείπεται (Dem. 10).
    Do one's duty: P. and V. πράσσειν χρή.
    One's duty towards the gods: P. and V. τὸ εὐσεβές.
    Task: P. and V. ἔργον, τό, V. χρέος, τό, τέλος, τό; see Task.
    Allotted task: P. τάξις, ἡ.
    His hand sees its duty: V. χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον (Æsch., Theb. 554).
    I have exceeded my duty in speaking of these points: P. περιείργασμαι ἐγὼ περὶ τούτων εἰπών (Dem. 248).
    It is the duty of children to: P. and V. παίδων ἐστί (with infin.).
    It is your duty: P. and V. χρή σε, δεῖ σε, προσήκει σε or σοι, V. σόν ἐστι, σὸν ἔργον ἐστί.
    ——————
    subs.
    Tax: Ar. and P. τέλος, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Duty

  • 2 Violence

    subs.
    Force: P. and V. βία, ἡ. V. τὸ καρτερόν, P. βιαιότης, ἡ.
    Rush: Ar. and P. ῥύμη, ἡ.
    Outrage P. V. ὕβρις, ἡ, ὕβρισμα, τό.
    Vehemence: P. σφοδρότης, ἡ.
    By violence, by force: P. and V. βίᾳ, πρὸς βίαν, βιαίως, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος; see under Force.
    Act of violence: V. χείρωμα, τό.
    Do acts of violence, v.: P. χειρουργεῖν. Use
    violence: P. and V. βιάζεσθαι (mid.).
    Suffer violence: P. and V. βιάζεσθαι (pass.).
    Do violence to oneself, kill oneself: P. βιάζεσθαι ἑαυτόν (Plat.).
    Do a violence to, take violent measures against: P. and V. νήκεστόν τι δρᾶν (acc.) (Eur., Med. 283), P. νεώτερόν τι ποιεῖν εἰς (acc.), ἀνήκεστόν τι βουλεύειν περί (gen.).
    Do no violence to: V. δρᾶν μηδὲν... νεώτερον (acc.) (Eur., Rhes. 590), μηδὲν νέον δρᾶν (acc.) (Eur., Bacch. 362).
    Blow with great violence ( of wind): P. μέγας ἐκπνεῖν (Thuc. 6, 104).
    Their escape was due to the violence of the storm: P. ἐγένετο ἡ διάφευξις αὐτοῖς διὰ τοῦ χειμῶνος τὸ μέγεθος (Thuc. 3, 23).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Violence

См. также в других словарях:

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • ποιητική (τέχνη) — Ο όρος, που σημαίνει «τέχνη του ποιείν», του δημιουργείν, είναι συγχρόνως και ο τίτλος του γνωστού αριστοτέλειου έργου (Περί ποιητικής), το οποίο, αφού έγινε για πρώτη φορά γνωστό στη Δύση από τη λατινική μετάφραση του Τζόρτζιο Βάλα (1498),… …   Dictionary of Greek

  • METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORIENTEM (ad) — ad ORIENTEM Graece κατ᾿ ἀνατολὰς, sacra sua peragentes Levitas Chorosque cantantium, in Templi Salomonici Encaeniis, stetisse, legitur in Clementinis Apostolorum Constitutionibus, ex 2. Paral. c. 5. v. 12. ut usus in Orientem precandi Christianis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …   Wikipedia

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»