Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

περὶ+οὗ+ἂν+ὁ+λόγος+ᾖ

  • 1 Question

    subs.
    Something asked: P. ἐρώτησις, ἡ, ἐρώτημα, τό, ἐπερώτησις, ἡ, ἐπερώτημα, τό.
    Cross question: P. and V. ἔλεγχος, ὁ.
    Subject under discussion: P. and V. λόγος, ὁ.
    That would have been quite another question: P. ἄλλος ἂν ἦν λόγος (Dem. 986, cf. 240).
    Divert from the question: P. ἀπάγειν ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως (Dem. 416).
    The case in question: P. τὸ προκείμενον.
    Point at issue: P. and V. γών, ὁ.
    It is not question of gallantry but of salvation: P. οὐ περὶ ἀνδραγαθίας ὁ ἀγὼν... περὶ δὲ σωτηρίας (Thuc. 5, 101).
    It is now no question of words but of your life: V. λόγων γὰρ οὐ νῦν ἐστιν ἁγὼν ἀλλὰ σῆς ψυχῆς πέρι (Soph., El. 1491).
    Difficulty: P. and V. πορία, ἡ.
    Suspicion: P. and V. πόνοια, ἡ, ποψία, ἡ.
    Call in question, suspect, v.: P. and V. ποπτεύειν; see also Mistrust.
    Doubt: P. ἀμφισβήτησις, ἡ.
    Be called in question, be doubted, v.: P. ἀμφισβητεῖσθαι.
    Legal case: P. and V. γών, ὁ, δκη, ἡ, V. κρῖμα, τό.
    Put the question, v.: Ar. and P. ἐπερωτᾶν.
    Put the question to the vote: P. ἐπιψηφίζειν.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἐρωτᾶν, ἐρέσθαι ( 2nd aor.), νερωτᾶν, ἐπερέσθαι ( 2nd aor.), Ar. and P. ἐπερωτᾶν, V. ἱστορεῖν, νιστορεῖν, ἐξιστορεῖν, ἐξερωτᾶν, ἐξερέσθαι ( 2nd aor.); see Ask.
    Cross examine: P. and V. ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν.
    Suspect: P. and V. ποπτεύειν.
    Distrust: P. and V. πιστεῖν (acc. of thing; dat. of person).
    V. intrans. Be perplexed: P. and V. πορεῖν, μηχανεῖν (rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Question

  • 2 Word

    subs.
    P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό, ἔπος, τό (rare P.), μῦθος, ὁ (rare P.).
    Speech: P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό, ῥῆσις, ἡ; see Utterance.
    In grammar: Ar. and P. ὄνομα, τό.
    As opposed to, deed: P. and V. λόγος, ὁ, ἔπος, τό.
    Message, tidings: Ar. and P. ἀγγελία, ἡ, P. and V. ἄγγελμα, τό; see Tidings.
    Intelligence: P. and V. πύστις, ἡ (Thuc. but rare P.), V. πευθώ, ἡ.
    Rumour: P. and V. φήμη, ἡ, λόγος, ὁ, V. βᾶξις, ἡ, κληδών, ἡ, κλέος, τό, Ar. and V. μῦθος, ὁ, φτις, ἡ.
    Word of command: P. παράγγελσις, ἡ, τὰ παραγγελλόμενα. P.
    round the word of command, v: P. and V. παραγγέλλειν.
    Faith, promise: P. and V. πίστις, ἡ, πιστόν, τό, or pl.; see Pledge.
    Gave one's word: P. and V. πίστιν διδόναι; see Promise.
    Keep ( one's word), abide by: P. and V. ἐμμένειν (dat.).
    Send word, v.: P. and V. ἀγγέλλειν; see Announce.
    Send round word, P. περιαγγέλλειν.
    He has remained already fifteen months without sending word: V. ἤδη δέκα μῆνας πρὸς ἄλλοις πεντʼ ἀκήρυκτος μένει (Soph., Trach. 44).
    In a word: see adv., P. and V. ἁπλῶς, P. ὅλως.
    To sum up: P. συνελόντι, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν.
    Briefly: P. and V. συντόμως, συλλήβδην, ἐν βραχεῖ.
    In word, as opposed to in deed: P. and V. λόγῳ. V. λόγοις (Eur., El. 47), τοῖς ὀνόμασιν (Eur., I. A. 1115), τοῖς λόγοις (Eur., Or. 287).
    As an excuse: P. and V. πρόφασιν.
    In so mang words: P. and V. ἁπλῶς.
    Expressly: P. διαρρήδην, P. and V. ἄντικρυς.
    Not writing it in so many words, but wishing to make this plain: P. οὐ τούτοις τοῖς ῥήμασι γράψας ταῦτα δὲ βουλόμενος δεικνύναι (Dem. 239).
    By word of mouth: P. ἀπὸ στόματος, P. and V. πὸ γλώσσης.
    By hearsay: P. ἀκοῇ.
    Word for word: Ar. κατʼ ἔπος.
    Exactly: P. and V. ἀκριβῶς.
    Do you answer word for word: V. ἔπος δʼ ἀμείβου πρὸς ἔπος (Æsch., Eum 586).
    Not to utter a word: P. οὐδὲ φθέγγεσθαι, Ar. and P. οὐδὲ γρύζειν.
    No one dared to utter a word: P. ἐτόλμησεν οὐδεὶς... ῥῆξαι φωνήν (Dem. 126).
    I thought I had suffered justly for having dared to utter a word: P. ἡγούμην δίκαια πεπονθέναι ὅτι ἔργυξα (Plat., Euthy. 301A).
    Not a word: Ar. and P. οὐδὲ γρῦ.
    Not a word about: P. οὐδὲ μικρὸν ὑπέρ (gen.) (Dem. 352), οὐδὲ γρῦ περί (gen.) (Dem. 353).
    ——————
    v. trans.
    Use P. and V. λέγειν.
    Vaguely worded: V. δυσκρτως εἰρημένος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Word

  • 3 Account

    subs.
    Narrative: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ.
    Give an account of one's career: P. τοῦ βίου λόγον διδόναι.
    Report, description: P. ἀπαγγελία, ἡ.
    Value, consideration: P. and V. λόγος, ὁ.
    Make no account of: P. περὶ οὐδενὸς ποιεῖσθαι (acc.), V. οὐδαμοῦ τιθέναι (acc.).
    Of no account: V. ἀναρίθμητος, παρʼ οὐδέν.
    Be of no account: V. oὐδαμοῦ εἶναι.
    Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    On account of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), χριν (gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἴνεκα (gen.).
    Reckoning: P. and V. λόγος, ὁ, Ar. and P. λογισμός, ὁ.
    Cast accounts: P. τιθέναι ψήφους (Dem. 304).
    I haven't mentioned even a fraction of the sins standing to their account: P. οὐδὲ πολλοστὸν μέρος εἵρηκα τῶν τούτοις ὑπαρχόντων κακῶν (Lys. 144).
    Examination of accounts: Ar. and P. εὔθυνα, ἡ, or pl.
    Demand one's accounts: P. λόγον ἀπαιτεῖν.
    Render account: P. εὔθυναν διδόναι, λόγον ἀποφέρειν.
    Put down to one's account, v.: P. καταλογίζεσθαι (τί, τινι), P. and V. ναφέρειν (τι, εἴς τινα); see Impute.
    Take into account: P. ὑπολογίζεσθαι.
    ——————
    v. trans.
    Understand: P. and V. συνιέναι; see Understand.
    Account for: P. λόγον διδόναι (gen.).
    Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).
    Be satisfactorily accounted for ( of money): P. δικαίως ἀποφαίνεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Account

  • 4 Esteem

    v. trans.
    Prize: P. and V. τιμᾶν, ἐπιστρέφεσθαι (gen.), φροντίζειν (gen.), κήδεσθαι (gen.) (rare P.). V. προκήδεσθαι (gen.), ἐναριθμεῖσθαι.
    Value: P. and V. τιμᾶν, ἀξιοῦν.
    Value highly: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, περὶ παντὸς ἡγεῖσθαι, V. πολλῶν ἀξιοῦν (Æsch., Supp. 490).
    Esteem not at all: P. περὶ οὐδένος ἡγεῖσθαι; see also Slight.
    Consider: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι, γειν, V. νέμειν.
    Be esteemed, considered: P. and V. δοκεῖν.
    Be highly esteemed: Ar. and P. εὐδοκιμεῖν.
    ——————
    subs.
    Account: P. and V. λόγος, ὁ.
    Honour: P. and V. τιμή, ἡ. ἀξίωμα, τό.
    Reputation: P. and V. δόξα, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Esteem

  • 5 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 6 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 7 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 8 вкус

    вкус
    м
    1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:
    приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·
    2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:
    плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·
    3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:
    \вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·
    4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:
    это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вкус

  • 9 вкус

    α.
    1. γεύση•

    горький вкус πικρή γεύση•

    кислый вкус ξυνή γεύση•

    органы -а τα όργανα της γεύσης•

    приятный вкус ευχάριστη γεύση•

    пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.

    2. κλίση, τάση•

    вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.

    || γούστο, αρέσκεια•

    на мой вкус κατά το γούστο μου•

    он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•

    у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•

    приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•

    это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.

    3. τρόπος, στυλ•

    ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.

    εκφρ.
    о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•
    войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•
    входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > вкус

  • 10 окрест

    α.
    1. επίρ. (γραπ. λόγος) γύρω, τριγύρω, ολόγυρα.
    2. πρόθ. παλ. περί.

    Большой русско-греческий словарь > окрест

  • 11 Duty

    subs.
    What is fitting: P. and V. τὸ πρέπον, τὸ προσῆκον.
    What is necessary: P. and V. τὰ δέοντα.
    No plea or excuseis left to you for refusing to do your duty: P. οὐδὲ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἐθʼ ὑμῖν τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν ἐθέλειν ὑπολείπεται (Dem. 10).
    Do one's duty: P. and V. πράσσειν χρή.
    One's duty towards the gods: P. and V. τὸ εὐσεβές.
    Task: P. and V. ἔργον, τό, V. χρέος, τό, τέλος, τό; see Task.
    Allotted task: P. τάξις, ἡ.
    His hand sees its duty: V. χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον (Æsch., Theb. 554).
    I have exceeded my duty in speaking of these points: P. περιείργασμαι ἐγὼ περὶ τούτων εἰπών (Dem. 248).
    It is the duty of children to: P. and V. παίδων ἐστί (with infin.).
    It is your duty: P. and V. χρή σε, δεῖ σε, προσήκει σε or σοι, V. σόν ἐστι, σὸν ἔργον ἐστί.
    ——————
    subs.
    Tax: Ar. and P. τέλος, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Duty

  • 12 Point

    subs.
    Sharp end of anything: Ar. and V. ἀκμή, ἡ (Eur., Supp. 318).
    Point of a spear: P. and V. λογχή, ἡ (Plat., Lach. 183D).
    Point of an arrow: V. γλωχς, ἡ.
    Goad: P. and V. κέντρον, τό.
    Sharp point of rock: V. στόνυξ, ὁ (Eur., Cycl.).
    Since the land about Cynossema has a conformation coming to a sharp point: P. τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ Κυνὸς σῆμα ὀξεῖαν καὶ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος (Thuc. 8, 104).
    Cape: P. and V. ἄκρα, ἡ, P. ἀκρωτήριον, τό, V. ἀκτή, ἡ, προβλής, ὁ, Ar. and V. ἄκρον, τό, πρών, ὁ.
    Meaning: P. διάνοια, ἡ; see Meaning.
    Lead from the point: P. ἀπάγειν ἀπὸ τῆς ὑποθεσέως (Dem. 416), or simply P. and V. πλανᾶν.
    Miss the point: P. and V. πλανᾶσθαι.
    Beside the point: P. ἔξω τοῦ πράγματος (Dem. 1318), Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.
    To the point: P. πρὸς λόγον.
    There is no point in: P. οὐδὲν προὔργου ἐστί (with infin.).
    A case in point: P. and V. παρδειγμα, τό.
    Question in discussion: P. and V. λόγος, ὁ.
    Disputed points: P. τὰ διαφέροντα, τὰ ἀμφίλογα.
    It is a disputed point: P. ἀμφισβητεῖται.
    The chief point: P. τὸ κεφάλαιον.
    A fresh point: P. and V. καινόν τι.
    I hear this is his chief point of defence: P. ἀκούω... τοῦτο μέγιστον ἀγώνισμα εἶναι (Lys. 137, 8).
    Highest point, zenith: P. and V. ἀκμή, ἡ.
    Be at its highest point, v.: P. also V. ἀκμάζειν.
    Carry one's point: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν τῇ γνώμῃ.
    Make a point, score a point ( in an argument): P. and V. λέγειν τι.
    Herein you give us a point ( advantage) as in draughts: V. ἓν μεν τοδʼ ἡμῖν ὥσπερ ἐν πεσσοῖς δίδως κρεῖσσον (Eur., Supp. 409).
    Turning point in a race-course: P. and V. καμπή, ἡ.
    met., crisis: P. and V. ἀκμή, ἡ, γών, ὁ, ῥοπή, ἡ; see Crisis.
    To make known the country's weak points: P. διδάσκειν ἃ πονηρῶς ἔχει τῶν πραγμάτων (Lys. 143, 7).
    Strong points: P. τὰ ἰσχυρότατα (Thuc. 5, 111).
    Weak points: P. τὰ σαθρά (Dem. 52).
    The weak point in the walls: V. τὸ νόσουν τειχέων (Eur., Phoen. 1097).
    Point of view: P. and V. γνώμη, ἡ, δόξα, ἡ.
    Point of conscience: P. and V. ἐνθμιον, τό.
    At this point: P. and V. ἐνθδε.
    From that point: P. and V. ἐντεῦθεν, ἐνθένδε.
    Up to this point: P. μέχρι τούτου.
    I wish to return to the point from which I digressed into these subjects: P. ἐπανελθεῖν ὁπόθεν εἰς ταῦτα ἐξέβην βούλομαι (Dem. 298).
    I return to the point: P. ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι (Dem. 246).
    In one point perplexity has assailed me: V. ἔστιν γὰρ ᾗ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι (Eur., Hec. 857).
    Be on the point of be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).
    Whom I am on the point of seeing killed: V. ὃν... ἐπʼ ἀκμῆς εἰμὶ κατθανεῖν ἰδεῖν (Eur., Hel. 896). Make a point of, see to it that: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (fut. indic. or aor. subj.).
    ——————
    v. trans.
    Sharpen: Ar. and P. κονᾶν (Xen.), Ar. and V. θήγειν.
    Sharpen at the end: V. ἐξαποξνειν (Eur., Cycl.).
    Direct: P. and V. τείνειν.
    Point out or point to: P. and V. δεικνύναι, ἐπιδεικνναι, ποδεικνύναι, V. ἐκδεικνύναι. Ar. and P. φράζειν; see Show.
    Make known: P. and V. διδάσκειν.
    V. intrans. Be directed, tend: P. and V. τείνειν, φέρειν, νεύειν; see Tend.
    It is impossible that the oracle points to this, but to something else more important: Ar. οὐκ ἔσθʼ ὅπως ὁ χρησμὸς εἰς τοῦτο ῥέπει ἀλλʼ εἰς ἕτερόν τι μεῖζον (Pl. 51).
    The cruel violence to his eyes was the work of heaven to point the moral to Greece: V. αἱ θʼ αἱματουργοὶ δεργμάτων διαφθοραί θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Ἑλλάδι (Eur., Phoen. 870).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Point

  • 13 Proposal

    subs.
    P. and V. λόγος, ὁ, or pl.
    Legislative proposal: P. and V. ψήφισμα, τό, Ar. and P. γνώμη, ἡ.
    Plan: P. and V. γνώμη, ἡ, βουλή, ἡ, βούλευμα, τό; see Plan.
    Proposal of the Senate before ratification by the Assembly: P. προβούλευμα, τό.
    Make proposals for a truce: P. προσφέρειν λόγον περὶ σπονδῶν (Thuc. 3, 109).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Proposal

  • 14 Talk

    v. intrans.
    Ar. and P. διαλέγεσθαι.
    Talk about: P. διαλέγεσθαι περί (gen.).
    Speak of mean: P. and V. λέγειν (acc.), φράζειν (acc.), V. ἐννέπειν (acc.); see Mean.
    Talk over (a person); see persuade; (a thing); see Discuss.
    Talk to: Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat. or πρός, acc.), V. διὰ λόγων φικνεῖσθαι (dat.); see converse with.
    Chatter: P. and V. λαλεῖν, θρυλεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν, P. δολεσχεῖν, V. πολυστομεῖν, Ar. φληναφᾶν, στωμύλλεσθαι.
    Blab: P. and V. ἐκλαλεῖν (Eur., frag.).
    ——————
    subs.
    Conversation: P. διάλεκτος, ἡ, διάλογος, ὁ, P. and V. λόγος, ὁ, or pl., V. βᾶξις, ἡ (Eur., Med. 1374).
    Intercourse: P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, συνουσία, ἡ.
    Gossip: V. λέσχαι, αἱ.
    Chatter: Ar. and P. λαλία, ἡ, δολεσχία, ἡ, V. λαλήματα, τά, P. πολυλογία, ἡ.
    Be the talk of the town, v.: use P. and V. θρυλεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Talk

См. также в других словарях:

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον …   Dictionary of Greek

  • Нил Синаит — (ум. 430) писатель, ученик Иоанна Златоуста, монах на горе Синае. Помимо многочисленных писем, написал много сочинений, относящихся частью к области христианской этики, частью к регулированию аскетической жизни. Важнейшие из них: Περιστέρια πρός… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Δίδυμος Αλεξανδρείας — (Αλεξάνδρεια 313 – 395; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αναφέρεται και ως Δ.ο Τυφλός. Παρότι τυφλώθηκε σε παιδική ηλικία, έλαβε υψηλή μόρφωση και τον θεωρούσαν αυθεντία στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Το έργο του που διασώθηκε διακρίνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… …   Dictionary of Greek

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • τηλαυγής — Φιλόσοφος από τη Σάμο, γιος του Πυθαγόρα, δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει ότι ο Τ. δεν έγραψε κανένα έργο. Άλλες πηγές τον θέλουν συγγραφέα των έργων Τετρακτύς και Περί θεών ή Ιερός λόγος. * * * ές, ΝΜΑ αυτός που φέγγει σε… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»