-
101 περιδείνων
περί-δεινόωmake terrible: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)περί-δεινόωmake terrible: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
102 περιδιατεινόμενον
περί-διατείνωstretch to the uttermost: pres part mp masc acc sgπερί-διατείνωstretch to the uttermost: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
103 περιδιδάξαι
περί-διδάσκωinstruct: aor inf actπεριδιδάξαῑ, περί-διδάσκωinstruct: aor opt act 3rd sg -
104 περιδιδύσκει
περί-διδύσκωpres ind mp 2nd sgπερί-διδύσκωpres ind act 3rd sg -
105 περιδέρκεο
περί-δέρκομαιsee clearly: pres imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)περί-δέρκομαιsee clearly: imperf ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
106 περιδέροντα
περί-δέρωskin: pres part act neut nom /voc /acc plπερί-δέρωskin: pres part act masc acc sg -
107 περιδόξου
περί-δοξόωhave the character: pres imperat act 2nd sgπερί-δοξόωhave the character: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
108 περιζητήσεις
περί-ζητέωseek: aor subj act 2nd sg (epic)περί-ζητέωseek: fut ind act 2nd sg -
109 περιθαλπόντων
περί-θάλπωheat: pres part act masc /neut gen plπερί-θάλπωheat: pres imperat act 3rd pl -
110 περιθειώσεις
περί-θειόωfumigate with brimstone: aor subj act 2nd sg (epic)περί-θειόωfumigate with brimstone: fut ind act 2nd sg -
111 περιθραυομένων
περί-θραύωbreak in pieces: pres part mp fem gen plπερί-θραύωbreak in pieces: pres part mp masc /neut gen pl -
112 περιθραύει
περί-θραύωbreak in pieces: pres ind mp 2nd sgπερί-θραύωbreak in pieces: pres ind act 3rd sg -
113 περιθραύοντα
περί-θραύωbreak in pieces: pres part act neut nom /voc /acc plπερί-θραύωbreak in pieces: pres part act masc acc sg -
114 περιθρυλλούμενον
περί-θρυλέωmake a confused noise: pres part mp masc acc sg (attic epic doric)περί-θρυλέωmake a confused noise: pres part mp neut nom /voc /acc sg (attic epic doric) -
115 περιθρύπτει
περί-θρύπτωbreak in pieces: pres ind mp 2nd sgπερί-θρύπτωbreak in pieces: pres ind act 3rd sg -
116 περιθρύπτοντα
περί-θρύπτωbreak in pieces: pres part act neut nom /voc /acc plπερί-θρύπτωbreak in pieces: pres part act masc acc sg -
117 περιθρύψαι
περί-θρύπτωbreak in pieces: aor inf actπεριθρύψαῑ, περί-θρύπτωbreak in pieces: aor opt act 3rd sg -
118 περιθάλπει
περί-θάλπωheat: pres ind mp 2nd sgπερί-θάλπωheat: pres ind act 3rd sg -
119 περιθάλπομεν
περί-θάλπωheat: pres ind act 1st plπερί-θάλπωheat: imperf ind act 1st pl (homeric ionic) -
120 περιθάλπον
περί-θάλπωheat: pres part act masc voc sgπερί-θάλπωheat: pres part act neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
περί — round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρι — περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
Περὶ ὄνου σκιᾶς. — (μάχεσθαι). См. Спорят: старик со старухой на зиму печку делят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… … Dictionary of Greek
περί — πρόθ., για … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περι- — α συνθετ. πολλών λέξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέρι, Ραλφ — (Perry, 1876 – 1957). Αμερικανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεορεαλισμού. Διετέλεσε καθηγητής στο Χάρβαρντ. Έγραψε διάφορα έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται: Οι φιλοσοφικές τάσεις της σύγχρονης εποχής (1912), Νεορεαλισμός (1912) και … Dictionary of Greek
Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… … Dictionary of Greek