-
1 περι-φυτεύω
περι-φυτεύω, ringsum pflanzen, bepflanzen; in tmesi Il. 6, 419; πέριξ δένδρων ἄλσος περιφυτεύουσι, Plat. Legg. XII, 947 e; Sp., wie Geopon.
-
2 περιφυτεύω
περι-φυτεύω, ringsum pflanzen, bepflanzen
См. также в других словарях:
κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek