-
1 περιεσκυθισμένων
περϊεσκυθισμένων, περί-σκυθίζωbehave like a Scythian: perf part mp fem gen plπερϊεσκυθισμένων, περί-σκυθίζωbehave like a Scythian: perf part mp masc /neut gen pl -
2 περιεσκυθίσθη
περϊεσκυθίσθη, περί-σκυθίζωbehave like a Scythian: aor ind pass 3rd sg -
3 περιεσκυθίσθησαν
περϊεσκυθίσθησαν, περί-σκυθίζωbehave like a Scythian: aor ind pass 3rd pl
См. также в других словарях:
σκυθίζω — Α [Σκύθης] 1. συμπεριφέρομαι σαν Σκύθης, μιμούμαι τους Σκύθες 2. πίνω χωρίς μέτρο, μεθοκοπώ («Ἱερώνυμος δὲ ὁ Ῥόδιος ἐν τῷ περὶ μέθης καὶ τὸ μεθύσαι σκυθίσαι φησί», Αθήν.) 3. (από την συνήθεια τών Σκυθών να αποσπούν το δέρμα από τα κεφάλια τών… … Dictionary of Greek
περιεσκυθισμένων — περϊεσκυθισμένων , περί σκυθίζω behave like a Scythian perf part mp fem gen pl περϊεσκυθισμένων , περί σκυθίζω behave like a Scythian perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκυθίζω — ΜΑ γδέρνω, αφαιρώ το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής κατά τον τρόπο τών Σκυθών, με σκοπό τον βασανισμό τού θύματος («προσέταξε γλωσσοτομεῑν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν», ΠΔ) 2. παθ. περισκυθίζομαι κάνω εγχείρηση για να αφαιρέσω το τριχωτό δέρμα… … Dictionary of Greek
περιεσκυθίσθη — περϊεσκυθίσθη , περί σκυθίζω behave like a Scythian aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεσκυθίσθησαν — περϊεσκυθίσθησαν , περί σκυθίζω behave like a Scythian aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)