-
1 περικυδανέουσιν
περικῡδανέουσιν, περί-κυδαίνωgive: fut part act masc /neut dat pl (epic doric ionic)περικῡδανέουσιν, περί-κυδαίνωgive: fut ind act 3rd pl (epic doric ionic)
См. также в других словарях:
περικυδανέουσιν — περικῡδανέουσιν , περί κυδαίνω give fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) περικῡδανέουσιν , περί κυδαίνω give fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικυδαίνω — Α τιμώ ή εγκωμιάζω κάποιον με μεγαλοπρέπεια, αποδίδω την ύψιστη τιμή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυδαίνω «αποδίδω τιμή, δοξάζω»] … Dictionary of Greek